Μνῆμες λευκῆς ζωῆς πού κράτησαν τά σπίτια μου,
συνείδηση
τῆς πέτρας στήν καρδιά μου.
Κάμαρες ὑγρές καί σκοτεινές σάν δάχτυλα καλοκαιριοῦ,
ἐμπόδια
στήν τρύπα τῆς ἀνάγκης, ἐκεῖ ἀγαπήσαμε
γυρεύοντας τῆς νύχτας τήν παρηγοριά σάν διψασμένοι,
μέρες στεγνές, κάτωχρα χείλη κι ὅλο λιγόστευαν
ἀπό σχισμές κυπαρισσιῶν τά δειλινά,
γέλια καί δάκρυα ἕνα πράγμα γιά τ’ ἀγρίμι, μές στή
φωλιά του
ἐκεῖ ἀγαπήσαμε
τό λίγωμα τῆς ψυχῆς, τά σγουρά φυλλώματα τῆς ὀδύνης,
τό αἷμα τ’ οὐρανοῦ, δυό βρέφη
γυμνά ‒γερμένη ἐσύ κρατοῦσες ψηλά τό σύννεφο
πού σέ σκέπαζε καί μέ σκέπαζε,
ἐκεῖ ἀγαπήσαμε
τίς ὧρες τίς μεσημβρινές, τό πέρασμα
τῶν ἀλόγων πάνω στά σεντόνια μας,
τά παλτά τῶν περαστικῶν καί τά μαλλιά μιᾶς ἀγουρο-
ξυπνημένης γυναίκας,
ἐκεῖ ἀγαπήσαμε
πίσω ἀπό παραθυρόφυλλα κλειστά τόν βέβαιο ἀπ’ τά
πρίν
μά τόσο ἀπρόσμενο ἀποχωρισμό,
τό τρέμισμα τῶν χειλιῶν, τίς σάλπιγγες τοῦ θανάτου,
τούς σκελετούς·
τή ματαιότητα
αὐτήν, αὐτήν ἀγαπήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου