Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχυα νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί. Μαζεύω
μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ’ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθῆς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴ φορέσης τὴ Λαμπρή.
Θὰ τρέξουν μ’ ἄνθη τὰ παιδιά. Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια
κι’ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γιομάτη ἀγάπη.
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δέντρο θέλεις.
Μ’ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου.
Μὴν ξεχαστῆς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ’ ἀκοῦς; Νὰ ρθῆς!
Τὸ ἀμίαντο χέρι
Ἔφυγες μὲ μισὸ χέρι γιὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Βοὺζ
νὰ μᾶς στείλεις ἕνα ψωμὶ καλοζυμωμένο,
ζεστό, σὰν τὴν ἀγάπη τῆς μάννας
ποὺ προσπαθεῖ νὰ ζεστάνει τοῦ βρέφους της
τὰ χεράκια μὲ τὴν ἀνάσα της,
μὲ πολὺν ἥλιο πάνω στὴ φλούδα,
μὲ πολλὰ δάκρυα μέσα στὴν ψύχα του.
Μὲς στὸ καράβι ποὺ ἄρχισε νὰ βουλιάζει
σὲ περιμένουμε καὶ οἱ τρεῖς.
Νὰ μᾶς φέρεις πίσω τὸ χέρι σου.
Τὸ χέρι, ποὺ σφύριζε σὰ μαστίγιο στὸν ἄνεμο,
ἀπειλώντας τὴ μοίρα, πλένοντας τὶς αὐλές,
ἀθροίζοντας σὲ ἀριθμοὺς τὰ δέματα καὶ τοὺς τόννους
ποῦ φέρνανε τὰ καράβια.
Τὸ χέρι σου, ποὺ ἔπιανε τὸ μαστό σου ὅταν θήλαζες
πλαγιασμένο στὸ στῆθος σου ἕνα τριαντάφυλλο.
Τὸ χέρι σου, ποὺ ἔκοβε ὑφάσματα λύπης
καὶ μπάλωνε μὲ κλωστὲς ἀπὸ φῶς
τῶν παιδιῶν μας τὰ ροῦχα.
Τὸ χέρι σου,
ποὺ ἀγρύπναγε στὶς προφυλακὲς κι’ ἀντιστέκονταν
σὰν ἕνας ὁλόκληρος ἱερὸς λόχος.
Τόσο ἀμίαντο κι’ ἱερὸ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τὸ βάλω,
ποῦ νάβρω μέρος καθαρὸ – μιὰ θήκη θαλασσιὰ
κομμένη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπ’ τῆς Παναγίας
τὸ ἱμάτιο.
Στεφανωμένο μὲ πορτοκαλάνθια,
τὸ νοιώθω κρεμασμένο μέσα μου
σὰν τὸν Ἰησοῦ στὸ σταυρὸ
πάνω στὴν Ἅγια Τράπεζα
στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἀη - Γιώργη μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: