Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Ψηφίο δεύτερο

Τόσο ποὺ λὲς ἁπλὰ ὡς εἶδες
μιὰ ἰδέα μου καντιανή, βαριοντυμένη
μὲ χαλκὸ τῆς λάρνακος,
στήθηκε στὴ γκιόστρα ἀνυποχώρητη
μὲ ἅλυσο καὶ μὲ βαρίδι
σὰν τὸ σπιδόλιοντα ἀνιμένοντας
ἂν θὰ χτυπήσει ἀντρίκια πρῶτος
ἢ θὰ πισωπατήσει ὁ μικροπραματευτής,
ὁ χαρτοκόκορας πού μας οἰκτίρει,
μὲ τὸ σκυλόδοντο τῆς συμπονιᾶς,
ποῦ τάχα τόνε θάμπωσε τὸ μαρμαρένιο μῆκος
τῶν ἑλλήνων,
τώρα στὴ μούργα βουλιαγμένο τὸ μισὸ
τ’ ἄλλο μισὸ σὲ χρυσαφί του αἱμάτου…
δὲ λέει πὼς σάλιαζε γιὰ τὸ βωξίτη μας,
τὴ βίγλα μας τοῦ θαλασσόπυργου
καὶ τὴν ἀσπρίλα του,
κατάλαβες ὁ ἐλεεινός;
Δὲ μ’ ἄφηνες μὲ τὴν κατεβασιὰ τῆς σφύρας
ὀχτὼ ὀργιὲς τῆς κάτω γῆς νὰ τόνε χώσω,
δὲ μ’ ἄφηνες εὐσπλαχνικέ μου ἐσύ,
δὲ μ’ ἄφηνες τυρέμπορα τῶν νηστειῶν.
Φταίει ποὺ τότε σ’ ἔβλεπα ταλέντο ἀλάθητο
ὑπασπιστὴ τῶν τεθωρακισμένων,
καὶ χορευτῆ ὀχτὼ φορὲς τοῦ ἠσαΐα,
θεομπαίχτη μοριὰ καὶ ρούμελη
καὶ ἀντιγραφέα, μὴν τὸ ξεχάσω,
καὶ δέθηκα.
Ἦταν φορὲς ποὺ πλανεμένος σὲ παρόμοιαζα
μὲ δύσκολη σελίδα ἀτίμητου χειρόγραφου
ποιὸς πάπυρος σὲ ποιὰ μεγίστη λαύρα σὲ ποιὰ σκήτη
ἢ μὲ σκόλη τῆς χριστιανοσύνης
(αὐτὸ τόσο πολὺ τὸ προτιμοῦσες).
Ποιὰ σκόλη σὰ σερπετὸ βαριὰ ὅλο σφίγγοντας
καὶ πάλι σφίγγοντας τὶς σπεῖρες,
σὲ γειτονιές, σὲ καπηλειὰ τοῦ τούνεζι.
Ἤτανε ὕστερα πολὺ ποὺ στὸ μυαλό μου
σταχτὴς φαρμάκι χώθηκε ὁ σκορπιὸς
μὴν ἤσουν πράχτορας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: