Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

ΤΥΧΗ ΠΡΩΤΗ-ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ-

μεσ’ στον υπνόσακκο των ορατών η αιχμαλωσία μου



ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ


Άνεμοι μαύροι ώς την ταραχή της ακέραστης παρθένας

και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση

που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα

φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια

να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας

εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές

όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.

Είναι παλιά η βρύση που λαλεί

και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο

πνέω μακριά πνέω στην παρθένα

οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν

εμένα πάνε στο εικόνισμα

σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν

ερωτευμένα φίδια μόνα τους

έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή

και τη χαρά να σύρονται στα όνειρα μου.

Σ’ έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια

τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις

ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος

είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο

και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη

μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.

Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη

που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό

με λησμοσύνη των βράχων

ώς την απάτητη κορφή του νου

μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας

ωσάν τα ζάρια

σε νεκρά μεσάνυχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: