Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΩΝ

Ω καλοκαίρι της ζωής, κρίσιμη ώρα·
ω κήπε του καλοκαιριού, ευδαιμονία
ανήσυχη φωλιάζει στις παγίδες,
στην απραξία, περιμένοντας.
Πανέτοιμος τους φίλους περιμένω μέρα νύχτα.
Που είσαστε λοιπόν; Σπεύσατε, φίλοι.
Έχει πια φτάσει η στιγμή, έφτασε η ώρα.
Μήπως δεν ντύθηκε για σας, μόνο για σας απόψε
στα χρυσοπόρφυρα ο γκρίζος παγετώνας;
Μα είν’ εσάς που ψάχνει νά ’βρει τ’ ολοκάθαρο ρυάκι.
Και είναι για σας, για να μπορέσουνε εσάς να αγναντέψουν καθώς
θά ’ρχεστε,
που ανέβηκαν στα ύψη τ’ ουρανού σύννεφα κι άνεμοι.
Κατάψηλα έχω στρώσει το τραπέζι μου για χάρη σας.
Ποιος άλλος κατοικεί τόσο κοντά στα άστρα;
τόσο κοντά στα σκιερά τα βάθη της αβύσσου;
Ποιανού βασίλειο πιο πλατύ είναι απ’ το δικό μου;
Και ποιος, μα πέστε μου, άλλος ποιος, έχει γευτεί ποτέ του
μέλι γλυκύτερο απ’ αυτό που εγώ εδώ κατέχω;
Μα να, ώ φίλοι. Αλλίμονο.
Δεν είμαι αυτός που ήμουν;
Αυτός που περιμένατε να βρείτε;
Μην πικραίνεστε.
Τόσο πολύ λοιπόν σε με, έχουν τα πάντ’ αλλάξει;
Μορφή και χέρια και παράστημα και ύφος;
Έχασα πια οριστικά τον ίδιο εαυτό μου;
Μήπως αλήθεια έχω γίνει κάποιος άλλος,
ξένος του εαυτού μου και δραπέτης του;
Κάποιος που αφέθηκε συχνά να τον νικήσουν
—μ’ όλο που ’χε τη δύναμη— οι ίδιες του οι νίκες;
Μήπως δεν έψαξα στις πιο ανεμόδαρτες μεριές;
Μήπως δεν έχω κατοικήσει εκεί που άλλος
κανείς δε σκέφτηκε ποτέ να κατοικήσει;
Μήπως δεν έζησα στις ερημιές των άρκτων
ξεχνώντας και ανθρώπους και θεό,
ξεχνώντας προσευχές είτε βλαστήμιες;
Μήπως δεν έγινα ένα φάντασμα υγρό
σαν ερπετό εδώ των παγετώνων;
—Παλιοί μου φίλοι, πως εγίνανε οι όψεις σας
όλο συμπάθεια και συγκίνηση και ρίγος;


Πηγαίνετε και αφήστε με. Εσείς
δε θα μπορούσατε να ζήσετε δω πέρα.


Σ’ αυτές εδώ τις ερημιές, βράχων και παγετώνων,
πρέπει κανείς να είναι κυνηγός,
πρέπει πολύ να μοιάσει με τον αίγαγρο
για να μπορέσει εδώ να επιζήσει.
Μα εγώ κατάφερα να γίνω κυνηγός
και επιδέξιος μάλιστα. Κοιτάχτε
το τεντωμένο τόξο μου έτοιμο για να ρίξει.
Μονάχα ο Παντοδύναμος μπορεί να ξαμολά
τέτοιες βολές όπως εγώ. Όμως αλλίμονο,
πόσο επικίνδυνη,
από το κάθε τι πιο επικίνδυνη
είναι αυτή μου η σαΐτα. Τρέξτε, φίλοι μου,
ζητήστε σωτηρία στη φυγή. Μου δείχνετε τις πλάτες;
Και μ’ όλα όσα τράβηξες, καρδιά, έχεις ελπίδα.
Άσε τις πόρτες ανοιχτές, για τους καινούργιους φίλους,
και απαρνήσου τους παλιούς, λησμόνησέ τους.
…………………………………………………………
Αυτοί δεν είναι φίλοι, μα φαντάσματα των φίλων.
Τη νύχτα συνεχίζουν να χτυπούν
έξω στην πόρτα, στην καρδιά ή στο παράθυρο
και να μου λένε με το βλέμμα καταπάνω μου
«Κι όμως, είμαστ’ εμείς». Φτωχά
φθαρμένα λόγια, φορτωμένα
από την ευωδιά κάποιου ροδώνα.
Μνήμη νοσταλγική μιας νιότης σκορπισμένης για χατίρι σας.
Εκείνοι που γι’ αυτούς εγώ αναστέναξα
θάρρεψαν πως γινήκαν σαν εμένα,
μα στην ουσία γέρασαν χωρίς ποτέ ν’ αλλάξουν,
μένοντας πάντα μακρινοί και ξένοι.
Μου μοιάζει μόνο εκείνος που μπορεί ν’ αλλάζει.


Ω μεσημέρι της ζωής, δεύτερη νιότη,
ω κήπε του καλοκαιριού. Ευδαιμονία
ανήσυχη φωλιάζει στις παγίδες
μες στην αδράνεια και στην αναμονή.
Πανέτοιμος τους φίλους περιμένω μέρα νύχτα.
Όμως τους φίλους τους καινούργιους. Σπεύσατε. Έφτασε η ώρα, έφτασε
η στιγμή.
Λόγια δεν έχει πια ετούτο το τραγούδι·
του πόθου η γλυκεία κραυγή στα χείλη μου έχει σβήσει
για πάντα, ναι, για πάντα
και η αιτία είναι ένας μάγος
πού ’φτασε στην πιο καίρια στιγμή.
Ο φίλος του μεσημεριού είν’ η αιτία
—μη μου ζητάτε να τον ονομάσω—
κ’ είναι το μεσημέρι που ο Ένας
σύντροφο ηύρε και γενήκαν Δυο.
Σίγουροι τώρα εμείς για την κοινή μας Νίκη,
την εορτή των εορτών πανηγυρίζουμε.
Ήρθε ο φίλος Ζαρατούστρα, ναι, ο Ξένος
των Ξένων, είν’ εδώ.
Χαμογελά ο κόσμος και η πτώση
της φοβερής αυλαίας τώρα φτάνει.
Η ώρα για το Γάμο του Φωτός με το Σκοτάδι έχει σημάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: