Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Υπήρχε χώμα μέσα τους, και αυτοί έσκαβαν.


Έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε λάτρευαν θεό,
που, έτσι είχαν ακούσει, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι είχαν ακούσει, όλα αυτά τα γνώριζε.

Έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια,
δεν έγιναν σοφοί, δεν επινόησαν κανένα τραγούδι,
δε βρήκαν καμιά γλώσσα.
Έσκαβαν.

Ήρθε γαλήνη, ήρθε θύελλα,
ήρθαν όλες οι θάλασσες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει ως και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδά εκεί λέει: σκάβουν.

Ω ένα, κανένα, ουδένα, ω εσύ:
πού πήγε αυτό που δεν πήγαινε πουθενά;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω,
κι εγώ σκάβω εντός μου ως εσένα
και στο δάχτυλό μας ξυπνά το δαχτυλίδι.




από το βιβλίο του Paul Celan, Die Niemandsrose
μετάφραση Γ.Ε.
(dem Fürsten)

Δεν υπάρχουν σχόλια: