Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

ΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ



Το ωραίο είναι πως κάθε φορά που κάθομαι σε μια γωνιά
μιας υπόγας για να κατεβάσω το ποτηράκι μου, έρχεται ο παιδεραστής
ή τα μωρά που τσιρίζουν ή ο άνεργος
ή μια ωραία κοπέλα που περνάει απ’ έξω,
όλοι για να μου κόψουν τον ειρμό του καπνού. «Έτσι είναι, παλικάρι μου,
μα, την αλήθεια, δουλεύω στο Λουτσέντο».
Όμως η φωνή, η πνιγμένη φωνή του γέρου
σαραντάρη –ίσως– που μου ’σφιξε το χέρι
βραδιάτικα μέσα στο κρύο κι ύστερα με συνόδεψε
ως το σπίτι, εκείνος ο τόνος της παλιάς κορνέτας,
δε θα τον ξεχάσω, ακόμα κι αν πεθάνω.
Δεν έλεγε για το κρασί, μιλούσε μαζί μου
γιατ’ ήμουν σπουδαγμένος και κάπνιζα πίπα.
«Κι όποιος καπνίζει πίπα» φώναζε με τρεμουλιαστή φωνή
«δεν μπορεί να ’ναι κάλπικος!» Συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι.

Βρήκα κοπέλες όταν γύρισα, πιο ξύπνιες, πιο υγιείς
με γυμνές τις γάμπες –νήστια εδώ και μήνες–
και παντρεύτηκα μόνο και μόνο γιατ’ είχα μεθύσει
απ’ τη φρεσκάδα τους –ένας έρωτας γεροντικός.
Παντρεύτηκα την πιο γεροδεμένη και την πιο ξεδιάντροπη
για να ξαναγνωρίσω τη ζωή, για να μην πεθάνω πια
πισ’ από ’να τραπέζι, μέσα σ’ ένα γραφείο, μπροστά σε ξένους.
Όμως κι η Νέλλα ήταν για μένα ξένη κι ένας μαθητευόμενος αεροπόρος
την είδε κάποτε και μου την έβαλε χέρι.
Τώρα είναι πεθαμένος εκείνος ο άνανδρος, –εκείνος ο φτωχός νέος–
τουμπάρισε στον ουρανό –όχι, εγώ είμαι ο άνανδρος.
Η Νέλλα μου νταντεύει ένα μωρό –δεν ξέρω αν είναι γιος μου–
αφέντρα εκείνη του σπιτιού κι εγώ ένας ξένος
ανήμπορος να την ευχαριστήσει και δεν τολμάω να πω κουβέντα
ούτε κι η Νέλλα όμως μιλάει, μονάχα με κοιτάζει.

Και, το πιο ωραίο, ο άντρας κείνος έκλαιγε καθώς μου τα διηγιόταν,
όπως κλαίει ένας μεθυσμένος, μ’ όλο του το κορμί,
κι έπεφτε απάνω μου κι έλεγε: «Μεταξύ μας
προπαντός σεβασμός» κι εγώ, να τρέμω μες στο κρύο,
να θέλω να φύγω, να του δώσω το χέρι.

Τι απόλαυση να κατεβάζεις το ποτηράκι σου, μα είναι άλλη απόλαυση
ν’ ακούς τα ξεσπάσματα ενός ανίκανου γέρου
που γύρισε απ’ το μέτωπο και γυρεύει συγχώρεση.
Ποια ικανοποίηση ένιωσα εγώ ποτέ στη ζωή μου;
Μα, την αλήθεια, δουλεύω στο Λουτσέντο.
Ποια ικανοποίηση ένιωσα εγώ ποτέ στη ζωή μου;


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΗΒΗ ΚΑΖΑΝΤΖΗ

Από: http://poeticanet.com



Δεν υπάρχουν σχόλια: