Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΝΤΑΛΙ

Ένα ρόδο στον κήπο τον υπέροχο που επιθυμείς.
Και με την αμιγή τη σύνταξη του χάλυβα μιά ρόδα.
Γυμνό βουνό χωρίς εμπρεσιονιστικές ομίχλες.
Του γκρίζου οι τόνοι εβίγλισαν τους τελευταίους φράχτες.

Μες στα λευκά τους ατελιέ οι ζωγράφοι οι μοντέρνοι κόβουν
λουλούδια αποστειρωμένα από ρίζες τετραγωνικές.
Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
ψυχραίνει τα παράθυρα και διασκορπίζει τους κισσούς.

Με βήμα ακλόνητο ο άντρας περπατάει στο λιθόστρωτο.
Των αντικατοπτρισμών ληστεύουν τη μαγεία τα κρύσταλλα.
Τώρα η Κυβέρνηση έκλεισε τα αρωματοπωλεία.
Η μηχανή κινήσεις διαιωνίζει παλινδρομικές.

Μιά δασική απουσία, παραβάν και γαϊτανόφρυδα
γυρνοβολάνε στις ταράτσες των παλιών σπιτιών.
Στιλβώνει ο αέρας το πρίσμα του πάνω απ’ τη θάλασσα
και ο ορίζοντας σηκώνεται σαν νά ’ναι υδραγωγείο.

Ναυτίλοι, που αγνοούν κρασί και μισοσκόταδο,
στις μολυβένιες θάλασσες καρατομούν σειρήνες.
Η Νύχτα, μαύρο της φρονήσεως άγαλμα, κρατάει
τον στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης στην παλάμη της.

Μάς πλημμυρίζει ο πόθος για μορφές και για όρια.
Και ιδού έρχεται ο άντρας που κοιτάει μ’ ένα μέτρο κίτρινο.
Μιά πάλλευκη νεκρή φύση είναι η Αφροδίτη
και όσοι συλλέγουν πεταλούδες χάνονται.


          *


Το Καδακές, στου λόφου την ακμή και των υδάτων,
υψώνει σκαλινάδες και αποκρύπτει όστρακα.
Αυλοί από ξύλο γαληνεύουν τον αγέρα.
Και γέρος των αλσών θεός φιλεύει τα παιδιά καρπούς.

Ανόνειροι οι ψαράδες του κοιμούνται στις αμμούδες.
Στα πέλαγα έχουν ένα ρόδο για πυξίδα.
Παρθένος ο ορίζοντας από μαντήλια λαβωμένα
ενώνει του ψαριού το μέγιστο βιτρώ με της σελήνης.

Διάδημα σκληρότατο από μπριγκαντίνια κάτασπρα
Ζώνει μέτωπα πικρά και κόμες παρά θίν’ αλός.
Οι Σειρήνες πείθουν μεν, μα δεν καταδικάζουν
και ξεπροβάλουν, σαν τους δείξουμε ποτήρια με γλυκό νερό.


          *


Ω Σαλβαδόρ Νταλί, με τη φωνή σου που ’ναι ελαιογραφία!
Δεν επαινώ την ατελή σου πινελιά σαν είσουν έφηβος
ούτε το χρώμα σου που όλο φλερτάρει αποχρώσεις του καιρού σου,
πλην ανυμνώ τους φόβους σου μες στην πεπερασμένη αιωνιότητα.

Ψυχή βεσπασιανή, σε νέα τώρα μάρμαρα επάνω ζεις.
Την άραχλη αποφεύγεις ζούγκλα των αδόκητων μορφών.
Η φαντασία σου πάει ώς εκεί που παν τα χέρια σου.
Στο παραθύρι σου θαλάσσια χαίρεσαι σονέττα.

Ο κόσμος είναι ζόφος θεόκουφος και αταξία
στα πρώτα πέρατα όπου και απαντάται άνθρωπος.
Τ’ αστέρια ωστόσο, κρύβοντας τοπία τώρα,
το τέλειο υποσημαίνουν σχήμα της τροχιάς τους.

Του χρόνου η ροή λιμνάζει συγκροτούμενη
σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
Και ο Θάνατος, ο πατηθείς και τρέμων, άσυλο ζητάει
στον κύκλο τον στενό της τρέχουσας στιγμής.

Σαν πιάνεις την παλέττα σου, από ’να σμπάρο τρύπια στην ακρούλα,
καλείς το φως που ξαναφέρνει στη ζωή τα ελαιόδενδρα.
Της Αθηνάς το φως ανοίγει και δομεί ικριώματα, όπου
δεν έχει χώρο για όνειρα και για τ’ ανακριβή τους άνθη.

Καλείς το αρχαίο φως που ξαποσταίνει στα ματόφρυδα
χωρίς να λέει να κατεβεί στου ανθρώπου την καρδιά ή το στόμα.
Φως που φοβίζει τα επιστήθια του Βάκχου αμπέλια
και την ορμή την άτακτη νερών που καταρρέουν.

Καλώς ποιείς που μπήγεις σημαιούλες προειδοποιητικές
στα σύνορα τα σκοτεινά όπου και αναλάμπει η νύχτα.
Ζωγράφος είσαι, και δεν θες τις φόρμες μαλθακές
με τα μεταβλητά βαμβάκια απρόβλεπτων συννέφων.

Τα ψάρια στο ενυδρείο και το πουλί μες στο κλουβί του.
Δεν θέλεις να τα επινοείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
Στυλιζάρεις ή κοπιάρεις μόνον, όταν θά ’χεις δει καλά
με τίμιο βλέμμα τα τόσο ευκίνητα κορμάκια τους.

Την ύλη που ’ν’ σαφώς προσδιορισμένη αγαπάς –
το μανιτάρι δεν μπορεί να στήσει εκεί το αντίσκηνό του.
Και την αρχιτεκτονική αγαπάς που οικοδομεί στην απουσία
και τη σημαία θεωρείς απλώς καλαμπουράκι.

Ο ατσάλινος διαβήτης λέει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
Νησίδες άγνωστες διαψεύδουν διαρρήδην την υδρόγειο.
Η ευθεία λέει τον κάθετον αγώνα της
και οι κρύσταλλοι οι σοφοί εγκωμιάζουν τις γεωμετρίες τους.


          *


Μα και το ρόδο μες στον κήπο όπου ζεις.
Το ρόδο πάντα, πάντοτε βορείως και νοτίως μας.
Ήρεμο και αυτοσυγκεντρωμένο σάμπως άγαλμα τυφλό
και πάντα ν’ αγνοεί τον υποχθόνιο αγώνα που ανάβει.

Ρόδο αγνό και καθαρμένο από τεχνήματα και σκίτσα
μάς ανοίγει τα λυμφατικά φτεράκια του χαμόγελου.
(Πεταλούδα καρφωμένη που ζυγίζει και μετρά το πέταγμά της.)
Ρόδο ισόρροπο χωρίς εκούσιους πόνους πουθενά.
Το ρόδο πάντα!


          *


Ω Σαλβαδόρ Νταλί, με τη φωνή σου που ’ναι ελαιογραφία!
Λέω ό,τι μου λεν η όψη σου και οι πίνακές σου.
Δεν επαινώ την ατελή σου πινελιά σαν είσουν έφηβος
πλην ανυμνώ τη σταθερή κατεύθυνση του βέλους σου.

Την όμορφή σου μάχη τραγουδώ για φώτα καταλωνικά,
τον έρωτά σου για οτιδήποτε επιδέχεται ερμηνεία.
Την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου τραγουδώ
που κούπα τράπουλας αλάβωτη έχει γίνει.

Υμνώ την αγαλμάτινη αγωνία που πάντοτε επιδιώκεις,
το φόβο της συγκίνησης ’κεί πού σε καρτεράει στο δρόμο.
Υμνώ την πελαγίσια τη μικρή σειρήνα που σε υμνεί
καβάλλα σε ποδήλατο φτιαγμένο από κοράλλια και κοχύλια.

Μα πάνω απ’ όλα υμνώ τον λόγο τον κοινό
που σε ώρες μαύρες μάς ενώνει και χρυσές.
Δεν είναι η Τέχνη αυτό το φως που μας τυφλώνει τα όμματα.
Ο Έρως είναι πρώτ’ απ’ όλα, η φιλία και η μονομαχία.

Δεν είναι ο πίνακας που εγκαρτερώντας σχεδιάζεις πρώτο-πρώτο,
ούτε της Θηρεσίας το στήθος με τ’ ακοίμητο περίβλημά του,
κι ούτε οι βόστρυχοι οι ελικώδεις της αχάριστης Ματθίλδης.
Απ’ όλα πρώτη είναι η φιλία μας απεικασμένη σαν παιχνίδι χήνας.

Δακτυλογραφικά αποτυπώματα αίματος επάνω σε χρυσάφι
την αιώνια δέρνουνε καρδούλα της Καταλωνίας.
Αστέρια σα γροθιές, μα δίχως γύπες, σε φωτίζουν
ενώ βλασταίνουν και η ζωή και η ζωγραφική σου.

Ω, μην κοιτάζεις την κλεψύδρα που ’χει αντί φτερά μεμβράνες
ούτε των αλληγοριών το σκληρό και τ’ άκαμπτο δρεπάνι.
Να ντύνεις, να γυμνώνεις στον αγέρα πάντα τον χρωστήρα σου,
στη θάλασσα εμπρός οπού ’χει πλήθος μπάρκα και ναυτίλους.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: