Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Αβάσταχτο Νησί

Η καταραμένη κατάσταση της θάλασσας από παντού
με αναγκάζει να κάτσω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Αν δεν σκεφτόμουν ότι το νερό με τριγυρίζει σαν καρκίνος
θα μπορούσα να κοιμάμαι τελείως ξένοιαστος.
Ενόσω τα παιδιά ξεγυμνώνονταν να πέσουν για μπάνιο
δώδεκα άτομα πέθαιναν σ’ ένα δωμάτιο πατικωμένα.
Όταν την αυγή η ζητιάνα γλιστράει στο νερό
τη στιγμή ακριβώς που πλένει μια ρώγα της,
συνηθίζω τη βρωμιά του λιμανιού,
συνηθίζω την ίδια γυναίκα που μαλακίζει συνέχεια,
κάθε νύχτα, τον στρατιώτη στη σκοπιά εν μέσω
του ύπνου των ιχθύων.
Ένα φλιτζάνι καφέ αδύνατον να απομακρύνει την έμμονη ιδέα μου,
άλλοτε εγώ ζούσα σαν τον Αδάμ.
Τι προξένησε την μεταμόρφωση;

Η αιώνια μιζέρια που αποτελεί το να θυμάσαι.
Αν μπορούσες να ξανασχηματίσεις εκείνους τους συνδυασμούς,
και μου ‘δινες πίσω τη χώρα χωρίς το νερό,
θα το ‘πινα όλο να το φτύσω στον ουρανό,
Είδα όμως τη μουσική να σταματάει στα λαγόνια,
είδα τις μαύρες να χορεύουν μ’ ένα ποτήρι ρούμι στα κεφάλια τους.
Πρέπει να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι με την έντονη πεποίθηση
ότι τα δόντια σου μεγάλωσαν,
ότι η καρδιά θα σου βγει απ’ το στόμα.
Στις ξέρες κυματίζει ακόμα η στολή του πνιγμένου ναυτικού
Πρέπει να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι και να βρούμε την αρτηρία της θάλασσας
να την ξεζουμίσουμε.
Βάλθηκα να ψαρεύω σφουγγάρια με μανία,
αυτά τα θαυμαστά όντα που μπορούν να ρουφήξουν μέχρι και την τελευταία
σταγόνα
και να ζουν ολόξερα.
Απόψε έκλαψα που γνώρισα μια γριά
που έζησε εκατόν οχτώ χρόνια τριγυρισμένη από νερό
από παντού.
Πρέπει να δαγκώσουμε, πρέπει να φωνάξουμε, πρέπει να γρατσουνίσουμε
Έδωσα τις τελευταίες οδηγίες.
Το άρωμα του ανανά μπορεί να σταματήσει ένα πουλί
Οι έντεκα μουλάτοι τσακωνόντουσαν για το φρούτο,
Οι έντεκα φαλλικοί μουλάτοι πέθαναν στην άκρη της παραλίας.
Έδωσα τις τελευταίες οδηγίες.
Όλοι μας ξεγυμνωθήκαμε.

Έφτασα όταν έδιναν ένα ποτήρι αλκοόλ στη βάρβαρη
παρθένα,
όταν έχυναν ρούμι κατάχαμα και τα πόδια έμοιαζαν λόγχες,
ακριβώς όταν ένα σώμα στο κρεβάτι μπορούσε να φανεί
απρεπές,
τη στιγμή ακριβώς όπου κανένας δεν πιστεύει στον θεό.
Οι πρώτες νότες και η αρχαιότητα αυτού του κόσμου:
μια μαύρη και μια άσπρη, ιερατικά και το υγρό να ξεπηδά.
Για να λυπηθώ οσμίζομαι κάτω απ’ τις μασχάλες μου.
Σ’ αυτή τη χώρα που δεν έχει άγρια ζώα.
Σκέφτομαι τα άλογα των κατακτητών να βατεύουν
τις φοράδες,
σκέφτομαι τον άγνωστο ήχο του Αρεϊτο
που έχει αιώνια χαθεί,
και βέβαια πρέπει να προσπαθήσω να διευκρινίσω
την πρώτη σαρκική επαφή στη χώρα αυτή, και τον πρώτο νεκρό.
Όλοι τους σοβαρεύουν όταν το τύμπανο ανοίγει το χορό.
Μόνον ο Ευρωπαίος διάβαζε τους συλλογισμούς του Καρτέσιου.
Ο χορός και το νησί τριγυρισμένο από νερό από παντού:
φτερά από φλαμίγκος, κόκαλα από σφυρίδες, ματσάκια βασιλικό,
στη μέση κουκούτσια από αβοκάδο.
Η καινούρια επισημότητα του νησιού αυτού.
Χώρα μου, τόσο νέα, δεν ξέρεις να ορίζεις!

Ποιος μπορεί να γελάσει πάνω σ’ αυτό τον πένθιμο βράχο όπου θυσίαζαν
κοκόρια;
Οι γλυκείς Νιάνιγος κατεβάζουν τα μαχαίρια τους σιγά – σιγά.
Σα να ‘ταν Γουανάμπανα την καρδιά μπορούν να την διαπεράσουν
χωρίς να τελεστεί έγκλημα.
Ένα χέρι στο τρες μπορεί να φέρει όλο το πένθιμο χρώμα
των καϊμίτος
Πιο γυαλιστερά κι από καθρέφτη στη μούχλα,
κι όμως ο ωραίος αέρας απομακρύνεται από τις φοινικιές.
Αν βύθιζες τα δάχτυλά σου στους καρπούς τους θα πίστευες στη μουσική.
Τη μητέρα μου τη δάγκωσε ο σκορπιός όταν ήταν έγκυος.

Ποιος μπορεί να γελάσει πάνω σ’ αυτό τον βράχο που θυσίαζαν
κοκόρια;
Ποιος μπορεί να μείνει ακίνητος όταν χτυπάνε οι κλάβες;
Ποιος δεν στέργει να πνιγεί μεσ’ την αόριστη πυρά
του φλαμπογιάν;
Το έφηβο αίμα πίνουμε στις γυαλιστερές κολοκύθες.
Δεν περνάει ένας τίγρης τώρα αλλά η περιγραφή του.

Οι λευκές οδοντοστοιχίες τρυπάνε τη νύχτα,
κι ακόμα τα λιμασμένα δόντια των Κινέζων που περιμένουν το πρωινό
μετά από το χριστιανικό δίδαγμα.
Μπορούν ακόμα αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν απ’ τον ουρανό,
γιατί στο ρυθμό των ύμνων οι παρθένες κουνάνε
με μαεστρία
τους φαλλούς των ανδρών.
Το ακράτητο κύμα εισβάλλει στο ευρύχωρο σαλόνι των γονυκλισιών.
Κανείς δεν σκέφτεται να παρακαλέσει, να ευχαριστήσει, να δώσει μαρτυρία.
Η αγιότητα ξεφουσκώνει σ’ ένα γέλιο.
Μακάρι να ‘ναι τα χαοτικά σύμβολα της αγάπης τα πρώτα αντικείμενα
που αγγίζει,
ευτυχώς αγνοούμε την φιληδονία και το γαλλικό χάδι,
αγνοούμε τον τέλειο φιλήδονο και τη γυναίκα – χταπόδι,
αγνοούμε τους στρατηγικούς καθρέφτες,
δεν ξέρουμε να φέρουμε τη σύφιλη με την ξεκούραστη άνεση
ενός κύκνου,
αγνοούμε ότι πολύ σύντομα θα εκτελέσουμε αυτές τις
θανατερές κομψότητες.
Τα σώματα στη μυστηριώδη τροπική ψιλοβροχή,
στη καθημερινή βροχούλα, στη νυχτερινή βροχούλα, πάντα
στη βροχούλα,
τα σώματα που ανοίγουν τα εκατομμύρια μάτια τους,
τα σώματα που ορίζει το φως, αναδιπλώνονται
μπρος στη δολοφονία του δέρματος,
τα σώματα καταβροχθίζοντας κύματα φωτός, σκάνε σαν
πύρινοι ηλίανθοι
πάνω από τα λιμνάζοντα νερά
τα σώματα, στα νερά, σα σβησμένα κάρβουνα πλέουν ακυβέρνητα
προς τη θάλασσα.

Σύγχυση, φρίκη, αφθονία, είναι η παρθενία που αρχίζει να χάνεται.
Τα σαπισμένα μάγκος στη κοίτη του ποταμού προσβάλλουν τη λογική μου,
και σκαρφαλώνω στο ψηλότερο δέντρο για να σκάσω κάτω σαν καρπός.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει αυτό το σώμα που προορίζεται για τις οπλές
των αλόγων,
αναστατωμένα πιασμένο ανάμεσα στην ποίηση και τον ήλιο.

Με θάρρος συνοδεύω τη διάτρητη καρδιά,
το πιο οξύ στιλέτο καρφώνω στο σβέρκο των κοιμισμένων.
Ο τροπικός αναπηδά και ο πίδακας του εισβάλει στο κεφάλι μου
τέλεια κολλημένος με τη φλούδα της νύχτας.
Η αυθεντική ευσέβεια της χρυσοφόρου άμμου
πνίγει ηχηρά τις ισπανικές φοράδες,
το νερό ανακατεύει τις πιο περίεργες χαίτες.

Με αυτά τα διασταλμένα μάτια δεν μπορώ να δω.
Κανείς δεν ξέρει να κοιτάξει, να παρατηρήσει, να ξεγυμνώσει ένα σώμα.
Είναι η φρικτή σύγχυση ενός χεριού στη πρασινάδα,
και οι στραγγαλιστές ταξιδεύουν στις ζώνες της ίριδας.
Δεν θα μπορούσα να γεμίσω με ματιές τη μοναχική πορεία της αγάπης.

Σταματώ σε ορισμένες παραδοσιακές λέξεις:
η νεροποντή, ο μεσημεριανός ύπνος, το ζαχαροκάλαμο, ο καπνός,
με μιαν απλή κίνηση, με τα ονόματα και μόνο,
τιτανικά περνάω πάνω από τη μουσική τους,
και λέω: το νερό, το μεσημέρι, η ζάχαρη, ο καπνός.

Συνδυάζω:
η νεροποντή χτυπάει στη ράχη των αλόγων,
ο ύπνος το μεσημέρι δεμένος στην ουρά ενός αλόγου,
το ζαχαροκάλαμο καταβροχθίζει τα άλογα,
τα άλογα χάνονται σιωπηλά
στην ερεβώδη αποφορά του καπνού,
η τελευταία χειρονομία των σιμπονέγιες ενώ ο καπνός περνά
απ’ τη διχάλα
όπως το κάρο του θανάτου,
η τελευταία χειρονομία των σιμπονέγιες,
και σκάβω αυτή τη γη να βρω η δόλια και να μου πλάσω
μια ιστορία.



Οι λαοί και οι ιστορίες τους στο στόμα όλου του λαού.

Ξαφνικά, το χρυσοφορτωμένο γαλιόνι μπαίνει στο στόμα
ενός αφηγητή,
και ο Κάδμος ξεδοντιάρης, αρχίζει να παίζει το μπονγκό.
Η παλιά θλίψη του Κάδμου και το χαμένο του γόητρο:
σε ένα τροπικό νησί τα τελευταία κόκκινα αιμοσφαίρια από ένα δράκοντα
βάφουν με αυτοκρατορική αξιοπρέπεια τον μανδύα κάποιου ξεπεσμού.

Οι αιώνιες ιστορίες μπροστά στην ιστορία μιας χρήσης του ήλιου,
οι αιώνιες ιστορίες αυτής της γης που ξεπετάει καραγκιόζηδες
και παπαγάλους,
οι αιώνιες ιστορίες των μαύρων που πήγαν
και των λευκών που δεν πήγαν,
ή αντιστρόφως ή όπως καλύτερα νομίζετε,
οι αιώνιες λευκές, μαύρες, κίτρινες, κόκκινες, μπλε ιστορίες,
- όλα τα χρώματα της ίριδας να παίρνουν φωτιά -,
η αιώνια ιστορία του ευρωπαίου με το κυνικό χαμόγελο
που ήρθε για να σφίξει τα βυζιά της μάνας μου.
Ο φρικτός κυκλικός περίπατος,
το ερεβώδες παιχνίδι των ποδιών πάνω στη κυκλική άμμο,
η σπασμωδική κίνηση της φτέρνας που αποφεύγει τη βεντάλια
του σκαντζόχοιρου,
τα καταθλιπτικά βαλτόδεντρα, σαν μια καρκινογόνα ζώνη
τριγυρίζουν το νησί,
τα βαλτόδεντρα κι η σαπισμένη άμμος
σφίξουν τα νεφρά των κατοίκων του νησιού.

Μόνον ανυψώνεται ένα φλαμίγκο απολύτως.

Κανένας δεν μπορεί να φύγει, κανένας δεν μπορεί να φύγει!
Ένα χωνί η ζωή μας κι από πάνω ο αφρός απ’ την λύσσα.
Κανείς δεν μπορεί να φύγει:
κι ο μικρότερος καρχαρίας δεν θα δεχόταν να μεταφέρει ένα άθικτο
σώμα.
Κανείς δεν μπορεί να φύγει:
ένα τσαμπί σταφύλια στο μέτωπο της ντόπιας γυναίκας
που κάνει αέρα αργά σε μια κουνιστή πολυθρόνα,
και «κανείς δεν μπορεί να φύγει» καταλήγει απαίσια στο χτύπημα
των κλάβες.
Ο κάθε άνθρωπος να τρώει κομμάτια απ’ το νησί,
ο κάθε άνθρωπος να καταβροχθίζει τα φρούτα, τις πέτρες και τα τρέφοντα
περιττώματα,
ο κάθε άνθρωπος να δαγκώνει το χώρο που άφησε η σκιά του,
ο κάθε άνθρωπος να τρίζει τα δόντια του στο κενό όπου ο ήλιος
συνηθίζεται,
ο κάθε άνθρωπος, να ανοίγει το στόμα του σαν στέρνα κλείνει μέσα του
το νερό
της θάλασσας, αλλά όπως το άλογο του βαρόνου Μινχάουζεν
το πετάει με πάθος απ’ το πισινό του τέταρτο,
ο κάθε άνθρωπος στην κακιωμένη δουλειά να κόβει
τις άκρες από το ωραιότερο νησί του κόσμου,
ο κάθε άνθρωπος να προσπαθεί να θέσει σε κίνηση το κτήνος διασταυρωμένο
με πυγολαμπίδες.


Το κτήνος είναι τεμπέλικο σαν ένα όμορφο αρσενικό
και ξεροκέφαλο σαν ένα πρωτόγονο θηλυκό.
Είναι αλήθεια ότι το κτήνος κάθε μέρα ζει τις τέσσερις
χαοτικές στιγμές,
τις τέσσερις στιγμές όπου μπορούμε να το δούμε
- με το κεφάλι κρυμμένο μέσα στα πόδια – τον ορίζοντα
να παρατηρεί με τρομερό μάτι,
τις τέσσερις στιγμές όταν ο καρκίνος ανοίγει:
ξημέρωμα, μεσημέρι, σούρουπο και νύχτα.



Οι πρώτες στάλες μιας τραχιάς βροχής χτυπάνε την πλάτη του
μέχρι που το δέρμα του παίρνει την αντήχηση από δυο μαράκες
που σείονται με μαεστρία.
Τη στιγμή αυτή, σαν ένα σεντόνι ή σαν σημαία
ανακωχής, θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί ένα ευχάριστο μυστήριο,
η χιονοστιβάδα όμως από λάγνα πράσινα σβήνει τα νοτισμένα τραγούδια,
κι η μονοτονία εισβάλει στο τριγύρω τούνελ των φύλλων.

Το φωτεινό ίχνος ενός δυσκολογέννητου ονείρου,
ένα καρναβάλι που αρχίζει με το λάλημα του κόκορα,
η ομίχλη να καλύπτει με τον παγωμένο μανδύα της το σκάνδαλο
της Αβάνας,
κάθε φοίνικας ξεχύνεται με αυθάδεια σε ένα πράσινο νερένιο
παιχνίδι,
τρυπάνε, μ’ ένα πυρωμένο τρίγωνο το στήθος
απ’ τους πρώτους διψασμένους,
κι η νερόστηλη πετάει τους ατμούς της στο πρόσωπο του ήλιου
που ένας κόκορας έραψε.
Είναι η τρομερή ώρα.
Οι ομιχλοφάδες εξατμίζονται
μέχρι το χαμηλότερο μέρος του βάλτου,
κι ένας καϊμάνος γλυκά - γλυκά τους κοιτάει.
Είναι η τρομερή ώρα.
Η τελευταία έξοδος του φωτός στη Γιάρα
σπρώχνει τα άλογα κόντρα στη λάσπη.
Είναι η τρομερή ώρα.
Σα βολίδα η απαίσια κότα πέφτει,
κι όλος ο κόσμος πίνει τον καφέ του.
Τι μπορεί να κάνει ο ήλιος σ’ ένα τόσο θλιμμένο λαό;
Οι ασχολίες της μέρας μπλέκονται στο λαιμό των ανθρώπων
ενώ το γάλα πέφτει απελπισμένα.
Τι μπορεί να κάνει ο ήλιος σ’ ένα τόσο θλιμμένο λαό;
Με θανατερό λούσο οι ματσετέρος ανοίγουν μεγάλα ξέφωτα
στο βουνό,
η πολύ θλιμμένη ιγουάνα πηδάει μπαροκοειδώς σ’ ένα ρυάκι αίματος,
οι ματσετέρος, μόλο που καθαρίζουν το βουνό,
επισκιάζονται
μέχρι να αποκτήσουν το χρώμα μιας αιγυπτιακής γαλαρίας.
Ποιος μπορεί να ελπίζει για χάρη τέτοια ώρα;


Ένας λαός ξεφεύγει συγκεχυμένα απ’ το ίδιο του το δέρμα
και κοιμάται με το φως της μέρας,
το ακαριαίο φάρμακο που μπορεί ν’ αρχίσει έναν ύπνο θανάτου
στα όμορφα μάτια αντρών και γυναικών,
στα τεράστια και ερεβώδη μάτια αυτών των ανθρώπων
από τα οποία το δέρμα μπαίνει σε και εγώ δεν ξέρω σε τι παράξενες ιεροτελεστίες.


Το δέρμα, την ώρα αυτή, εκτείνεται σαν κοραλλένιος ύφαλος
και δαγκώνει τα ίδια του τα όρια
το δέρμα βάζει κάτω τρελές φωνές, σαν μια γουρούνα καλοταϊσμένη,
το δέρμα προσπαθεί να καλύψει τη λευκότητά του με φοινικόφυλλα
με φλοιούς που ο άνεμος στην τύχη έφερε,
το δέρμα καλύπτεται με φούρια με παπαγαλάκια και με πιτάγες,
παράλογα καλύπτεται με σκουρόχρωμα καπνόφυλλα
και με απομεινάρια από φοβερούς μύθους,
κι όταν το δέρμα δεν είναι παρά μια σφαίρα σκοτεινή
η απαίσια όρνιθα κάνει ένα πάλλευκο αυγό.


Να καλυφθεί! Να καλυφθεί!
Το έρπον όμως φως, εισβάλλει
διαβολικά, διαγώνια, κάθετα
το φως είναι μια τεράστια βεντούζα που ρουφάει τη σκιά,
και τα χέρια αργοταξιδεύουν προς τα μάτια.
Τα πιο ανομολόγητα μυστικά βγαίνουν στη φόρα:
το φως κινεί τις γλώσσες
το φως κινεί τα χέρια
το φως ορμάει μέσα σε μια φρουτιέρα με γουαγιάμπας
το φως ορμάει πάνω στους νέγρους και τους λευκούς
το φως κονταροχτυπιέται με τον εαυτό της,
σπασμωδικά πηγαίνει από δω κι από κει
αρχίζει να εκρήγνυται, να σκάει, να ανοίγει,
το φως αρχίζει το πιο απαίσιο ξημέρωμα,
το φως αρχίζει να γεννά φως.
Είναι δώδεκα το μεσημέρι.

Ένας ολόκληρος λαός μπορεί να πεθάνει από φως όπως πεθαίνει από την πανούκλα.
Το μεσημέρι το δάσος γεμίζει από αόρατες αιώρες,
και, ξαπλωμένοι, οι άνθρωποι μοιάζουν ακυβέρνητα φύλλα πάνω σε μεταλλικά νερά.
Την ώρα αυτή κανένας δεν θα μπορούσε να προφέρει το πιο αγαπημένο όνομα,
ούτε να σηκώσει κάποιο χέρι να χαϊδέψει ένα στήθος·
αυτή την ώρα του καρκίνου ένας ξένος που θα ‘ρχόταν από μακρινές παραλίες
ανώφελα θα ρώταγε τι σχέδια έχουμε
ή πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν από τροπικές ασθένειες σε αυτό το νησί.
Κανένας δεν θα τον άκουγε: με τις παλάμες των χεριών προς τα πάνω
τα αυτιά σφραγισμένα απ’ το πώμα τις υπνηλίας,
τους σπόρους φραγμένους με το κερί μιας κομψής βαρεμάρας
και από το θανατερό αναμάσημα των παλιών θριάμβων.

Που να απαντήσουμε σα αυτό τον διάφανο ουρανό τη βροντή
που να σκίσει ολότελα το τύμπανο των κοιμισμένων;
Ποιο παλαιολιθικό κοχύλι θα έσκιζε με το δυνατό κέρατο της
το τύμπανο των κοιμισμένων;
Οι άνθρωποι – κοχύλια, οι άνθρωποι – μακάος,
οι άνθρωποι – σήραγγες.
Λαέ μου, τόσο νέος εσύ, να διατάζεις δεν ξέρεις!
Λαέ μου, θεϊκά ρητορικέ, να διηγείσαι δεν ξέρεις!
Όπως το φως ή τα παιδιά ακόμα πρόσωπο δεν έχεις.
Το μεσημέρι ξαφνικά το δρόμο του αρχίζει,
κινάει το δρόμο του μέσα του,
το στατικό μεσημέρι κινείται, τραμπαλίζεται,
το μεσημέρι αρχίζει να ανυψώνεται σαν κλανιά,
οι ραφές του όπου να ‘ναι θα σκιστούν,
το μεσημέρι αμόρφωτο, χωρίς βαρύτητα, χωρίς τραγωδία
το μεσημέρι που κατουράει προς τα πάνω
που κατουράει ανάποδα με το μεγάλο κατούρημα
του Γαργαντούα στους πύργους της Νότερνταμ,
κι όλες αυτές οι ιστορίες, διαβασμένες από ένα νησιώτη που δεν ξέρει
τι σημαίνει ένας κόσμος ολοκληρωμένος.

Το μεσημέρι όμως ολοκληρώνεται σε σούρουπο κι ο κόσμος σχηματίζεται.
Στο φως του σούρουπου ένα φύλλο από γιαγκρούμα φτιάχνει το βελούδο του,
το ασημένιο χρώμα της ανάποδης είναι ο πρώτος καθρέφτης.
Το κτήνος το κοιτά με το απαίσιο μάτι του.
Σ’ αυτή τη στάση η ίρις διευρύνεται, ανοίγει
μέχρι να καλύψει το φύλλο.
Τότε το κτήνος διατρέχει με το μάτι του όσα στην πλάτη του
έχουν φυτρώσει
και τους ανθρώπους που ξαπλώνονται στην αγκαλιά του.
Είναι η μοναδική ώρα για να δούμε την πραγματικότητα στη γη αυτή.

Δεν είναι μια γυναίκα κι ένας άντρας αντικριστά,
αλλά η σιλουέτα μιας γυναίκας κι ενός άντρα αντικριστά,
που μπαίνουν ανάλαφροι στον έρωτα,
έτσι που ακόμα κι ο Νεύτων ντροπιασμένος το βάζει στα πόδια.

Μια κότα γκινέα κρώζει να μας αναγγείλει το angelus:
abrus precatorious, anona myristica, anona palustris.


Μια φυτική λιτανεία χωρίς απόκοσμο υψώνεται
μπροστά στις ανθισμένες αψίδες του έρωτα:
Eugenia aromática, eugenia fragrans, eugenia plicatula.
Ο παράδεισος και η κόλαση εκρήγνυνται και απομένει μόνο η γη:
Ficus religiosa, ficus nitida, ficus suffocans.
Η γη παράγει στους αιώνες των αιώνων:
Panicum colonum, panicum sanguinale, panicum maximum.
Η θύμηση μιας φυσικής ποίησης, χωρίς κώδικες, ανεβαίνει στα χείλια μου:
Ποιητόδεντρο, ερωτόδεντρο, νωόδεντρο.


Μια ποίηση μόνο απ’ το στόμα όπως το σάλιο:
Πυρετολούλουδο, λουλούδι από κερί, λουλούδι του Υ.


Μια μικροσκοπική ποίηση:
Δάκρυα του Ιώβ, δάκρυα του Δία, δάκρυα αγάπης.


Η νύχτα όμως καλύπτει την ποίηση κι οι μορφές εξαφανίζονται.
Στο νησί αυτό το πρώτο που κάνει η νύχτα είναι να ξυπνήσει την όσφρηση:
Όλα τα πτερύγια από όλες τις μύτες χτυπάνε τον αέρα
ψάχνοντας ένα αόρατο λουλούδι·
η νύχτα αρχίζει να αλέθει χιλιάδες πέταλα,
τη νύχτα διασχίζουν μυρωδάτοι παράλληλοι και μεσημβρινοί,
τα σώματα συναντώνται στη μυρωδιά,
αναγνωρίζονται σε αυτή τη μοναδική μυρωδιά που η νύχτα μας ξέρει να προκαλεί·
η μυρωδιά προσδιορίζει τα πράγματα που περνάνε από τη νύχτα,
η μυρωδιά μπαίνει στο χορό, στριμώχνεται πάνω στο γουίρο,
η μυρωδιά βγαίνει από το στόμα των μουσικών οργάνων,
ακουμπά στο πόδι των χορευτών,
ο χορός των παρόντων καταβροχθίζει μυρωδιές και μυρωδιές,
ανοίγει την πόρτα και τα ζευγάρια μπαίνουν μες τη νύχτα.


Η νύχτα είναι ένα μάνγκο, είναι ένας ανανάς, είναι ένα γιασεμί
η νύχτα είναι ένα δέντρο απέναντι σ’ άλλο δέντρο μ’ ακίνητα κλαδιά,
η νύχτα είναι μια ευωδιαστή βρισιά στο μάγουλο του κτήνους·
μια αποστειρωμένη νύχτα, μια νύχτα χωρίς περιπλανώμενες ψυχές,
χωρίς μνήμη, χωρίς ιστορία, μια νύχτα στις Αντίλλες·
μια νύχτα που ο Ευρωπαίος διέκοψε,
ο αναπόφευκτος περαστικός που αφήνει την περίφημη κουράδα του,
σύνολο, πεντακόσια χρόνια, μια αναπνοή στο κύλημα της νύχτας στις Αντίλλες,
ένα εξόγκωμα που νίκησε την μυρωδιά της νύχτας στις Αντίλλες.
Δεν μας νοιάζει αν είναι λιτανεία, μια κόγκα,
μια παρέα του καρναβαλιού, παρέλαση.
Η νύχτα εισβάλλει με τη μυρωδιά της κι όλοι θέλουν να συνουσιαστούν.
Η μυρωδιά ξέρει να πετάει κάτω τις μάσκες του πολιτισμού,
ξέρει ότι ο άντρας και η γυναίκα θα συναντηθούν απαραιτήτως μες τις μπανανιές.
Μούσα του παραδείσου, προστάτευσε τους εραστές!

Δεν χρειάζεται να κατακτήσουμε τον ουρανό για να τον χαρούμε,
δυο σώματα μες στις μπανανιές είναι το ίδιο όπως το πρώτο ζευγάρι,
το μισητό ζευγάρι που χρησίμευσε για να οριοθετήσει το χωρισμό.
Μούσα του παραδείσου, προστάτευσε τους εραστές!

Δεν θέλουμε ουράνιες δυνάμεις αλλά γήινες παρουσίες,
να μας προστατεύει η γη, να μας προστατεύει η επιθυμία,
ευτυχώς που δεν έχουμε τον ουρανό στο αίμα μας,
νοιώθουμε μόνο τη φυσική του πραγματικότητα
απ’ το μήνυμα της βροχής όταν χτυπάει τα κεφάλια μας.



Κάτω απ’ τη βροχή, κάτω απ’ τη μυρωδιά, κάτω όλα όσα είναι πραγματικότητα
ένας λαός γίνεται και χαλιέται αφήνοντας τις μαρτυρίες:
το ξενύχτι του νεκρού, ένας χορός, ένα χέρι, ένα έγκλημα,
ανακατωμένα, συγκεχυμένα, μέσα στο αιώνιο μεθύσι,
νεύοντάς μας ανάλαφρα, δείχνοντας τα δόντια, χτυπώντας τα νεφρά τους,
ένας λαός κατέρχεται αποφασισμένος σε τεράστιους σωρούς λιπάσματος,
και νοιώθει το νερό να τον τριγυρίζει από παντού,
πιο κάτω, πιο κάτω, τη θάλασσα να αφρίζει στην πλάτη του·
ένας λαός παραμένει κοντά στο κτήνος του την ώρα της αναχώρησης,
ουρλιάζοντας στη θάλασσα, καταβροχθίζοντας φρούτα, θυσιάζοντας ζώα,
όλο και πιο κάτω, μέχρι να μάθει το βάρος του νησιού του·
το αβάσταχτο βάρος ενός νησιού στην αγάπη ενός λαού.
1943

Virgilio Pinera
Μετάφραση από τα ισπανικά: Γιώργος Ρούβαλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: