Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

ΜΟΝΑΧΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ



Από τη συλλογή "Residentia en la tierra" 2
σε μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη
στο "Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση Νεφέλη 1982

Υπάρχουν ερημικά κοιμητήρια,
τάφοι γεμάτοι κόκκαλα δίχως ήχο,
η καρδιά διασχίζοντας μιά σήραγγα
σκοτεινή, σκοτεινή, σκοτεινή,
που στα ενδότερά της πεθαίνουμε, όπως σε ναυάγιο,
σα να καταποντιζόμασταν μες την καρδιά,
σα να κατρακυλούσαμε απ' το δέρμα στην ψυχή.

Υπάρχουν πτώματα, υπάρχουν πόδια από γλοιώδη ψυχρή άργιλλο,
υπάρχει ο θάνατος μέσα στα κόκκαλα,
σαν ήχος καθαρός,
σαν υλακή δίχως σκυλί,
που αναδύεται μεσ' από κάποιες καμπάνες, από κάποιους τάφους,
αυξαίνοντας μέσα στην υγρασία όπως τα δάκρυα ή η βροχή.

Βλέπω, μονάχος, καμιά φορά,
φέρετρα με ιστία,
να σαλπάρουν μαζί με χλωμούς πεθαμένους, και με γυναίκες που έχουν πλεξούδες νεκρές,
μαζί με ψωμάδες λευκούς σαν άγγελους,
μαζί με κορίτσια στοχαστικά παντρεμένα με συμβολαιογράφους,
φέρετρα ν' αναπλέουν το κάθετο ποτάμι των νεκρών,
το μενεξεδένιο ποτάμι,
προς τα εκεί ψηλά, με τα ιστία φουσκωμένα από τον ήχο του θανάτου,
φουσκωμένα από το σιωπηλό ήχο του του θανάτου.

Στο ηχηρό ακρογιάλι φτάνει ο θάνατος
σαν ένα παπούτσι χωρίς πόδι, σαν ένα ένδυμα χωρίς άνθρωπο,
έρχεται να κτυπήσει μ' ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα και χωρίς δάχτυλο,
έρχεται να φωνάξει χωρίς στόμα, χωρίς γλώσσα, χωρίς λαρύγγι.

Τα βήματά μου ωστόσο αντηχούν
και η ενδυμασία μου αντηχεί, σιωπηλή, σαν ένα δέντρο.

Δεν ξέρω, λίγα καταλαβαίνω, μόλις βλέπω,
όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέττας,
βιολέττας που έχει συνηθίσει το χώμα, γιατί το πρόσωπο του θανάτου είναι πράσινο,
και η ματιά του θανάτου είναι πράσινη,
με τη διαπεραστική υγρασία ενός φύλλου βιολέττας,
και το βαρύ του χρώμα ενός οργισμένου χειμώνα.

Ομως ο θάνατος προχωρεί ανάμεσα απ' τον κόσμο μεταμφιεσμένος σε σάρωθρο,
γλύφει το έδαφος αναζητώντας πεθαμένους,
ο θάνατος βρίσκεται μέσα στο σάρωθρο,
είν' η βελόνα του θανάτου αναζητώντας την κλώστή.

Ο θάνατος βρίσκεται μέσα στα κρεββάτια,
στα μαλακά τα στρώματα στις μαύρες κουβέρτες
ζει ξαπλωμένος, και ξαφνικά φυσάει :
φυσάει μ' έναν ήχο ζοφερό που φουσκώνει τα σεντόνια,
και υπάρχουν κρεββάτια που ταξιδεύουν για ένα λιμάνι
όπου ο θάνατος περιμένει, με στολή ναυάρχου.



Ο άνεμος στο νησί

Ο άνεμος είν΄ένα άλογο
άκου τον πως τρέχει
για την θάλασσα, για τον ουρανό
θέλει να με σηκώσει

Ακου τον άνεμο
πως τριγυρνάει τον κόσμο
για να πετάξει μακρυά

Κρύψε με μες στα μπράτσα σου
γι' αυτήν την νύχτα μόνο
γι' αυτήν την νύχτα που η βροχή
κόντρα σε θάλασσα και γη
; στρώμα
θα της πάει

Ο άνεμος τρέχει καλπάζοντας
άκου με φωνάζει
θέλει ο άνεμος
να με πάει μακρυά
- δεν θέλω να με πάρει

Με το κεφάλι σου
σιμά στο μέτωπό μου
και με κομμένα τα κορμιά

Τον άνεμο να τρέξει άφησε
μες στην θάλασσα
με στεφάνι αφρού

Ακου τον με φωνάζει

Τρέχει καλπάζοντας
και στις σκιές με ψάχνει
μέσα στα σκοτάδια
με ζητά




Ο Ζαπάτα ήταν χώμα

Ο Ζαπάτα ήταν χώμα
ήταν γη και αυγή
οι άνδρες του με όπλα και οργή
σκοτείνιαζαν του ορίζοντα τον κύκλο

Στην έφοδο
πάνω απ' τα νερά και τα σύνορα
στην έφοδο
πάνω από την σιδερένια της νίκης Γκοαχίλια*
στην έφοδο
πάνω από τις πέτρες της Σονόρα*
στην έφοδο
όλοι ακολουθάγαν την τρελή πορεία του.
Είναι αγροτική θύελλα απ' αλογοπέταλα...

Μπορασίτα - Μπορασίτα
φεύγω για το Ράντσο
μα θά'θρω γρήγορα




Όταν γέρνω τα βράδια

Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στα ωκεάνια μάτια σου
Οταν γέρνω τα βράδυα
βρίσκω τη μοναξιά
να καίει στην πιο ψηλή φωτιά
Και σάμπως νά΄ναι ναυαγός
τα χέρια της χτυπά - τα χέρια της.

Πάνω από τα μάτια σου που χάνονται
σου στέλνω κόκκινα σινιάλα
σινιάλα που χτυπούν όπως τα κύματα
στην άκρη κάποιου φάρου

Μα εσύ είσαι τόσο μακρυνή
τόσο δικιά μου είσαι
κορίτσι εσύ που μέσα σου
μόνο σκοτάδια κρύβεις
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως

Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου

Τα νυχτοπούλια δακρύζουν
κάτω από τα αστέρια
που λάμπουν - όπως η ψυχή μου
να σ΄αγαπάει

Η γη θα καλπάζει
;
φωτίζοντας τους τάφους
γάλάζια στάχυα






Όταν της γης επλήθυναν οι πόνοι

Οταν της γης επλήθυναν οι πόνοι
κι απόμειναν στην αγροτιά τα χερσοχώραφα
τότες εσηκώθεις - άπλωσες γενειάδες
τότες εσηκώθεις - ανέμισες μαστίγια
και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά

Μπορασίτα - Μπορασίτα
για την Πρωτεύουσα τραβώ
για να βρω τον αφέντη
πού πε - να με φωνάξουν...

Τρέμει όλη η γη, απ΄τα μαχαίρια τρέμει
κι ανοίγεται στου δειληνού το γοργοπέρασμα
τρέμει όλη η γη και η πεζούρα πέφτει
στην παράδοσή της στην μαύρη ερημιά





Πατρίδα ζητάμε

Πατρίδα ζητάμε για τους ταπεινωμένους
κι εσύ με το μαχαίρι σου Ζαπάτα Εμιλιάνο
δίκαια μας μοιράζεις
των πατεράδων τις κληρονομιές

Πατρίδα ζητάμε κι οι ντουφεκιές τρομάζουν
και τ΄άλογα τρομάζουν τα γένεια των δημίων
κι όλες τις φυλακές

Μην περιμένεις λασπωμένε χωρικέ
ερείπιο τ΄ουρανού - γονατιστός αν μείνεις...
Σήκω και τρέξε - τρέξε καβαλάρη
μαζί με τον Ζαπάτα - τον αρχηγό μαζί

Μπορασίτα Μπορασίτα
μαζί μου ήθελα νά΄ρθεις
μα εσύ μου είπες όχι

Δεν υπάρχουν σχόλια: