ΠΗΡΑ ΣΩΛΗΝΕΣ χάλκινους κι ατσάλινους και τους συνέδεσα, με μούφες και αρμούς, σε ένα σύστημα περίπλοκα σοφό, και μες στη γη τους έχωσα, βαθιά μέσα στη γη, αφήνοντας μιαν άκρη μόνο έξω απ’το χώμα, προσμένοντας (και μου φαινόταν λογικό, μετά από τόση σκέψη, τόσο κόπο και σχεδιασμό) να ξεπηδήσει από κει νερό. Τίποτε όμως, ούτε μια σταγόνα δεν ανάβρυζε απ’ το σύστημα.
—Οργίστηκα και άρχισα με λύσσα να ποδοπατώ τη γη και μ’ επονείδιστες βρισιές να τήνε βρίζω, να την αποκαλώ πουτάνα και φακλάνα και ξεσκισμένη τσούλα χαμερπή και άλλα τέτοια ανόητα, ώσπου εξαντλήθηκα, ώσπου απελπίστηκα, γιατί ήμουν διψασμένος κι ήθελα να πιω, και άρχισα να κλαίω και, πέφτοντας στα γόνατα, να την φιλώ, να την χαϊδεύω, τον οίκτο της να εκλιπαρώ, θεά μου να την ονομάζω, αιτία της ζωής και των ονείρων μου, και να, εξαίφνης, μπρος στα λυγισμένα γόνατα μου και μακρυά απ’ το υδραυλικό μου σύστημα, ανάβρυσε νερό, αγιασμένο νάμα, και έσκυψα και ήπια και είπα: «Μάνα!»
*
ΠΕΤΡΙΝΑ ΑΗΔΟΝΙΑ πέτρινο τραγούδι λένε, σ’ αυτό το υπόγειο απολιθωμένο δάσος, νανούρισμα για τα φραγμένα αφτιά μαρμαρωμένων βασιλιάδων και θεών.
—Στην επιφάνεια του εδάφους, πάνω απ’ αυτό το θαύμα, κάτι ψωριάρικα θαμνάκια, λίγα ταχείας αναπτύξεως και θανής δεντράκια και το μονότονο γουργούρισμα σιχαμερών περιστεριών, δήθεν συμβόλων της ειρήνης, πού ανειρήνευτα παλεύουν μεταξύ τους για τα ψιχία πού τους πετούν ανοϊκές γριές, τρώνε και χέζουν, τρώνε και χέζουν, τρώνε και χέζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου