Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




Κ' ΕΛΕΓΑ ΧΤΕΣ ΔΙΑΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟΣ
α, τι απόλαυση όταν κάμπτω
κάποτε τη σιωπή μου
τα δάχτυλα του ενός χεριού με τα δάχτυλα του άλλου
κι ακούω κλακ ακούω κλοκ ακούω κλικ
ακούω μυστήριο στις αρθρώσεις
/ δε θα ’θελα να εξηγήσουν οι ορθοπεδικοί /
το σκότος πόσον;

ΟΞΥΦΡΕΝΕΙΑ
Λησμονώντας νοητά κι αδιανόητα
υπογράφω σήμερα: Χερουβείμ Αρουραίος.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΛΩΣΔΙΟΛΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ
- Δε σε βλέπω σήμερα καλά. τι έχεις;
- Έχω ύπαρξη.-

ΟΣΜΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ
Θες με δημοτική που λιάζεται
θες με δημοτική συννεφιασμένη
κι όπως
από κελί σε κελί καταγόμενος
αποστρέφομαι ανυπόληπτα δευτερόλεπτα
κι ανακρούονται τ’ αστέρια ψηλάθε
mater materia
σε σένα απαγγέλομαι κάνοντας τσιγάρο
την πρώτη του κόκορα εγειρόμενος
αλλ’ όχι πάντα.
συνοδεύουν τον ύπνο μου σερνάμενοι υδατάνθρωποι
τα απλανέα κι άλιος ακίνατος
η Αυτού Ορατότης ο Ίασμος
κι άλλα ερεβώδη αστειάκια
στο στίβο της νόησης.
Τώρα οργίζομαι κι αλλάζω φλόγα στο αποσυνείδητο.

Η ΑΜΜΩΔΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
με πάμφθηνα φωνήεντα της Πολυνησίας
ή όπως τελούν ευτυχία οι απώτεροι νόες.
Τη λάμψη δεν την πούλησα στην αγορά να γέμει μεγάφωνα
σ’ αυτήνε την ηθικά εγγαστρίμυθη Γραικολάνδη
κι απόμεινα θράκα που βλαστάνει
δικές μου φλόγες
ανατρέποντας οποιοδήποτε χειμώνα
ζήτημα βιολογικού συστήματος αν θέλετε αλλ’ αυτό
κιόλας
είν’ η λευτεριά μου
σε κωματώδεις ερημώσεις αναπνέοντας ωμέγα
/ λεπτομέρεια λιλά στους βουβώνες η στύση /.
Ξαναμπαίνω στη θήκη μου μεσάνυχτα ξαναβγαίνω
μεσημεράκι
στον όρθιο σιγασμό μου κι άμα ξαναβραδυάσει
πάω στη γκιαούρα
χύνομαι στα κατάμαυρα μαλλιά της
/ οντολογικά μαλλιά θαν τα ’λεγα /
ρημάζοντας μ’ ένανε αρχαϊκό σπασμό την κυκλική
μελαγχολία
διαφυλάσσουμε ολέθρους
κι αγναντεύουμε στους περίπατους εύθυμα δράματα
φουσκωμένες κοπέλες
την καλοκάγαθη εγκυμοσύνη
με υποχόνδριο ήλιο που συνήθως οδεύει
από Διονυσίου Αρεοπαγίτου
τείνοντας προς τη δύση.
Το νου σου στον αναβολέα! Θα φτερουγίσουμε!
Γλαυκώπα ταίχνες ποικιλόνωτον όφιν -, εκείνα
τα λιοντάρια τα θυμάσαι Εύα;
πώς τον πλακώνουν εκκωφαντικά τον κακομοίρη ταύρο
τι απόγνωση θανάτου τα ποδάρια τους τα ξεκορμισμένα
στο μουσείο
δείχνοντας την αιωνόβια
φθορά τους απομεινάρια
τα νύχια γαντζωμένα σ’ ένα δεύτερο άπειρο
γλυκομίλητος ήλιος από παμπάλαιο κίτρινο φάσκιωνε
τον Παρθενώνα.
Πηγάζω σήμερα κι αυτό με συναρπάζει.

ΗΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Κάποτε ο ήλιος θα ’χει γίνει παλιοσίδερα
νάνος ασπρουλιάρικος.
Απ’ αυτή την άποψη θέλω να μου φορέσετε
τα γυαλιά μου στο φέρετρο.

Ο ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΥΤΗ
Κυνοχαρής όπως είμαι έχω δίκιο ολοένα
στα εστιατόρια-μάτια μου
κι αναφύομαι καθ’ εκάστην ολομόναχος
υποφέροντας φωταύγειες
το μοιραίο μερίδιο αγριότητας
κι όταν αίφνης κάποια προτομή φταρνίζεται
στα μουσεία μας
διχάζει την πραγματικότητα
όσο και ένα κατούρημα.
Είμαι νυχτουργός. όχι με την έννοια πως εργάζομαι
νύχτα μα μονάχα
γιατί δημιουργώ νύχτα.
Κάνω βάρδια εικοσιτετράωρη στο ανάσασμα
χαιρόμενος ένα όποιο αύριο ή χτες
ανασκέλισμα της γυναίκας
τα οπτικά της ουρλιάσματα οίστρος
από φιλιά κι από σάλιο.
Γράφω στο ιδίωμα της συντέλειας εκεί εφημερεύω
τα ακανθώδη φύλλα της καρδιάς μου
σήπονται μόνα.
Μένει ο γαλαζόφωτος μυστικισμός της τεχνολογίας.

δεν τα καταλαβαίνω τα αφελληνικά σας
κινύρομαι στην απουσία μου

διακυμάνσεις ευτυχίας με κρέας
Πέμπτη και Κυριακή

ΕΝΔΟΚΡΑΤΙΑ
Ο Σενέκας έκανε το φλεβάρη
ένα φρικώδη εμετό στον ύπνο μου.
δεν περιγράφεται η μεγάλη φυσαλίδα.

υπάρχει οπτική ευτυχία
υπάρχει οπτική ευτυχία
όταν ξεφύγει ο τρολές απ’ το σύρμα

η όραση ριπτασμός κ’ η νόηση χαράδρα

ΛΕΚΤΟΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΙΣΟΒΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ
τα γεράτεια (ποντιακή παραλήγουσα)
σημ.: παράγει ηχητικό τέλος. π.χ.: τηράγοντας και σήμερα
τον ήλιο που κάμφθηκε / πρόωρα στου φωτός τα γεράτεια

δεύτερο παράδειγμα: με γαμήλιες αστραπές που παντρεύονται.
/ τ’ ουρανού τα γεράτεια

----

εξυφαίνομαι ιερέας αμφιέμενος
/ αυτό σε πόση λογική θα χωρέσει; /

μπορώ να κάνω το εξής:
προφέρω γράμματα
λέω εσχατισμός
εξυφαίνομαι ιερέας αμφιέμενος
κι αναπτύσσω κωμωδία

/βγήκε κάτι νομίζω/

φρενιτιώδης ηρεμία το χρυσάνθεμο
στόμφος του μηδενός ο παγετώνας
----
----
ο σκελετός μου απατεώνας

εκπροσωπώντας αναπάντεχα το ζώο

κακιασμένη λάμψη

θα με παιδεύεις ολοένα στην εγρήγορση
ω αίνιγμα συνάριθμο της αγάπης θα
με συντρίβεις ολοένα με ογκώδη κι αβέβαια
εικοσιτετράωρα
με άλαλα τραγούδια

/παραήπιαμε αντιφάσεις απ’ την Έφεσο/

λάμπει η θυρωρίνα ωσάν
παλαιό τριαντάφυλλο
τα μαστάρια της ικετεύουν
ένα ολόκληρο πρωινό σκούπισμα

/για κάποιαν αποσφήνωση μάχομαι/

μα της άπραχτης κερήθρας το κερί
με φως δεν αντάμωσε και με λιώσιμο

η μελαγχολία τρέχει
---- να τη
να προλάβει το τρόλεϊ

HAQ/ αντί να ’λεγα πολύκροτο τίποτα/

ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο
ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια
/σκασμός/

ακρόαση δίχως ακουστικά
η ζωή η ζωή που ξετυλίγεται
στην πεταλούδα

σκουλήκι χάνοντας αδιάφορα
την κατεύθυνση
πόσο θ’ απομακρύνει ---- ΤΙ;
/σκασμός από κούνια/
---------

γροθιές που έφαγε το σημαντικό απ’ το ασήμαντο...

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣ
ορθρίζει μια τεράστια σελίδα

η Μαρία η Αιγυπτία
συνήθως υπτία
η ζωή της τη σιχάθηκε
κι αποτόμως
(αυτό θα πει τρόμος)
στην αγιοσύνη μαράθηκε

αθάνατο Γαρ από τροπάρια
φτερουγίζοντας των αγγέλων η ευπρέπεια

καθώς ανοίγει η εξώπορτα του Άδειου
κατεδαφίζομαι αναβάλλοντας κενοτάφια
/ δειγματοληψία βλακείας /

ο Θεός επιμένει να ’ναι σκυλομούρης

γουρούνα φαινομενικότητα μας έχεις
ταράξει στην τριχοτόμηση.
τουλάχιστο δεν έμενες αμφορέας;

χειροκροτήματα η καταιγίδα.
τιμά κι αυτή με τον τρόπο της
τη μεγάλη καλλιτέχνιδα: τη Ματαιότητα

ο ύπνος όταν αποπνέει ξυπνητίλα το φθινόπωρο
/ θα ’τανε ωραία κατάληξη συνολικού ποιήματος /

δορκάζω το άλφα της νευρασθένειας
----
εάν η Άνοιξη είναι επανάσταση
το καλοκαίρι τότενες
θα πρέπει ναν το λέμε βοναπαρτισμό της

δεν έκοψα καν το αυτί του Μάλχου
συλλαβίζω ευτυχία: νε-ρο-κά-λα-μο

πρωταθλήτρια που είναι η απελπισία...

η κυρά-ψυχολογία γουστάρει το πιάνο χωρίς πλήχτρα
/ του το χρωστούσα του δόκτορα Φρόυδ /

η μάνα μου δεν έχει πια πραγματικότητα

λαβωματιές τα μάτια μου στο άτρωτο
----
λεωφόρος. ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα
ο μαραμένος μαραθωνοδρόμος
από άλληνε συνέχεια. κωμωδία
εκ πεποιθήσεως

ευωδιασμένο μεσημέρι
γιομάτο κορναρίσματα
η Θεία Ευχαριστία του τροχονόμου
ωσάν Ανδαλουσία

χτυπώντας κάρτα της ύπαρξης
κοντεύω νεκρός
κι αντιλέγω αστροδίαιτος
(αποφορά που θέλει ασβέστωμα)
η χλαίνη μου κι ο χειμώνας
παίζουν κρύο
αρχαϊκά μου κάρβουνα παίζουν φωτίτσες
το ύψος είναι πότε-πότε μελόδραμα
με άριες-αεροπλάνα
τα νιάτα μου δεν τα φτάνει κανείς










ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ
ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΕΙΣ ΥΨΟΣ
Ευτύχησα μόνος μου.
Χωρίς ιερότητα χωρίς
υγεία.
Μερίζοντας τρόμους
ανώφελα μεγάλα κομμάτια
σήμερα πεθαίνω
αύριο πεθαίνω.
Στον άγιο αριθμό των ανέργων
είμαι πάντοτε μέσα.
Διεθνής κι ακάθεχτος
υποφέρομαι
στη θρησκεία του σκούληκα.
Επώνυμο: Πλήρης.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ
ένας μετεωρολόγος δικαιούται
να λιποθυμήσει;

ΣΤΕΡΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΑΣΠΡΕΣ
Ήτανε δύσκολη βραδιά. βρισκόμουνα σύρριζα μόνος
ανατρεπόμενα όνειρα-φορτηγά
στου ύπνου το γλυκό κατηφόρισμα
κι απόβλητο φεγγάρι συνέχεε μνήμη κι απώλεια.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
καθώς έβγαινα
στο χρόνο που ειν’ άχρονος το αχανές
δεσμωτήριο της γλώσσας
ερχόμενος προς το στήθος ωσάν μόλις
άγγελος πειραγμένος από φαρυγγίτιδα.
(Φαίνεται πως το κάπνισμα συγγενεύει με τα ουράνια.
ο καπνός που μας ενώνει ανεβαίνοντας.)
Εκεί δεν έχει δευτερόλεπτα κι ανάσαινα νήστις
αλλ’ αυτήκοος αθανασίας.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
πράγματα κι ανθρώπους. εκατόμβες ομοιοφρένειας.
ήμουνα ο γόνος
ο Γυμνιστής Αχάλκευτος Ήχος
φρυγικό σύντριμμα
οι θεοφρούρητοι χημικοί τύποι.
Βεβαίως ήμουνα
ο άρτιος πόνος αυτοδίδαχτο σκοτάδι
θα ’λεγες με σιγαστήρα
θα ’λεγες
με μουσουλμάνικο γαλάζιο.
η ώρα είναι πράγματι ώρα;
Σας είπα. έβγαινα ξελησμονώντας ασημοκάντηλα
πάμφωτα
στη φαντασίωση
τα στίλβοντα μανουάλια της αγάπης.
Πετάχτε μου λέξεις απ’ τα παράθυρα
πετάχτε μου λέξεις απ’ τους εξώστες
η πτήση της αγριόχηνας νεανισμός από εγρήγορη
αρχαιότητα.

ΛΕΚΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ
Ας μαίνεται ο διχασμός μιας άρρωστης
εννοιολογίας.
Καμιά θεόνυμφη δέσποινα τινάζοντας
τα λαγόνια της έκφρενη!
Κι απόμεινε ο ταπεινός ληστής ο αγαθιάρης
περίπου σε αποκρήμνιση
μ’ ένα πουλί που ράμφισε απάνω στο σταυρό
ολάξαφνα το μάγουλό του
τίκτοντας αίμα για να φτερουγίσει αμέριμνα
σε αστάθμητο ύψος.
Η θάλασσα όρμημα κ’ οι σκοτεινές μου εκείνες όψεις
ανατέλλοντας αναγέννηση
στοιχήματα παιγμένα στο λιθόστρωτο μ’ αγριοφωνάρες
τα υλικά φρονήματα της Κυρίας Πιλάτου.
Τι θόρυβος που γίνεται τι θάνατος λαλούμενος
υπεράγαν...
Χρώματα συν αρώματα τοις αρχιερεύσι μα ο ιπτάμενος
κακούργος ευλαβείται
την πτήση με τρισύλλαβο μνήσθητι
χωρίς ελπίδα για βροχή χωρίς την ευωδιά να διαχέει
χάρμα γαιώδες ο ληστής
διαθλώμενος από τέτοιαν ηδυπάθεια και τέτοια τύχη.
Η μοναξιά δεν είναι αμαρτία στην Ελλάδα
κι ο χρόνος
φραγγελώσας την αιωνιότητα
με ξεκοκαλίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: