Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

αγνοώντας τον θεό κτλ.





ξεράθηκαν τα χείλη µου παραµιλώντας ευχολόγια.  
αστρονοµικοί αριθµοί στη δεκάτη µε ζαλίζουν ευχές  
δέκα κοιτάνε ένα αδειασµένο κακό
–απόντα άπαντα–
οι ευχές πρέπει να µπουν σε σειρά αµέσως,  
να µπουν σε σειρά επειγόντως .  
η ζητιάνα µέσα µου εκλιπαρεί  
για ψίχουλα.  

διασαλεύω την τάξη Σου και τροµάζω.
αλλά, υποµονή, ο χρόνος προβλέπει,
λίγο ακόµα και θα επαληθευτεί η εξίσωση.  
θα σµίξω όλη τη χολή µου µε δάκρυα δέκα
ήρεµα – θα βγει η εξίσωση.
σκάβω το λάκκο µου ψέλνοντας επικήδειους.
εντολή µου, το κακό να εξέλθει.

ο τίγρης στο στόµα σου,  
ρουφηγµένο δάκρυ στο  
στοµάχι έχω ένα ζώο που κοιµάται,
παίρνει αίµα απ’ την καρδιά µου
κι έπειτα κοιµάται, το ζώον,  
κοιµάται το δίκαιο – το τρέφω
απ’ την Αρχή το παραµύθι.

µετά τη δεκάτη υπάρχω παρελθούσα.
ελπίζω για να κλαίω.  
κλαίω για να ελπίζω.  

µα εξισώνοµαι.




φάντασµα

θα σου κάνω µάγια ξένε για να µ’ αγαπήσεις
θα σου φτιάξω φίλτρα για να’ ρθεις σε µένα
πίσω σου θα σπείρω οργίλες φωτιές να τρέξεις γρήγορα
θα’ χω µιαν αγκαλιά µεγάλη να χωράει τα όνειρά σου
ζαχαρένια λόγια σε ροζ τοπία θα σου χαρίσω ήχους,  
µυρωδιές, χαρµόσυνες ειδήσεις κι εφηβεία
κι ό,τι τραβά η ψυχούλα σου θα το’ χεις – λίγο µονάχα
δώσε αίµα στη δική µου που πεινάει η στοιχειωµένη.




σύλβια

αθετώ τις υποσχέσεις μας, µαµά.  
όµως σήµερα σου γράφω, η μέρα είναι αλλιώς.

το πρωί, τα πήγα καλά με τα ταξί.  
ο οδηγός έδειξε να προτιµάει τις γυναίκες.
πήρα και μια μικρή αύξηση, για τις ιδέες μου, είπανε,  
προτού τονίσουνε το πόσο νέα είµαι.  
το μεσηµέρι στο λεωφορείο, «έχεις μπροστά σου  
µεγάλο δρόµο», μια ηλικιωµένη μού ψιθύρισε με νοσταλγία. 
στα νιάτα της υπήρξε συγγραφέας, τώρα κυκλοφορεί
µε μια σακούλα σκουπιδιών για το αεροδρόµιο,  
µε τα παλιά, επίσηµά της ρούχα.  
µου φαίνεται, ανταλλάξαµε χρόνια, µαµά· έχω ωριµάσει.
οι φίλοι με γνωρίζουν καλά στο μεγάλωµά μου, εσύ  
θα με θυµάσαι στις παλιές μου δόξες.  

γιατί δεν κράτησα την υπόσχεση να σ’ τα λέω όλα  
σου κρύβω τα μισά –  θέλω κάποιος να µ’ αγαπάει ακόµα.

προχθές κάποιος αλήτης με είπε αθώο κοριτσάκι
και πήγα σπίτι ψάχνοντας για κάποιο χάπι,  
από την τόση ειρωνεία, µαµά, για να κοιµάµαι.  
τρώω λίγο· στον ύπνο μου κυκλοφορούν φαντάσµατα.  
όµως, αγόρασα αδιάβροχο για τις καινούργιες μπόρες.

έχω γίνει μια γούβα από λάθη, µαµά.
καρδιά αδειανή, στην τσέπη νόµισµα
και το μυαλό μου στροβιλίζεται, εκκρεµότητα μεγάλη.
ο Α. µού εί πε πως τα όνειρά μου είναι μεγάλα,  
ο Β. µού είπε πως δεν έχω όνειρα μεγάλων,  
λόγια πικρά, µετράω θύµησες· η ιστορία.
παραµονεύω με το κλεφτοφάναρο, µαµά,
κοιτώ έναν κόσµο που δεν κοιτά.  

έχω ετοιµάσει δυο ζωγραφιές να με θυµάσαι.  
αθετώ τις υποσχέσεις μου, µαµά.  
θα’ θελα να’ ξερες απλώς ότι φοβάµαι.

κηδεία είναι, μην κλαις

νεκρή γλώσσα κάθισε
στα δόντια μου αποκάτω.
δεν το κουνά απ’ τη θέση της, καθαρίζει  
µόνο το κρέας της βρώσης σου.
καλή δούλα, κρατά το λόγο της.
έχει το θάρρος του κλειστού στόματος
µετά το φόνο.  

µυστικό σφαλιστό
µα με χέρια που τρέμουν τόσο
κοιτάω αλλού
κάπου ανάμεσα κυλάω
στο ποτέ και στο κάποτε.  
–δεν θέλησα να βουλιάξεις –
εκείνη η δούλα ήτανε που σ’ έπνιξε.
δούλευε χρόνια σκυφτή χρόνια βουβή  
ψάχνοντας λύσεις στους γρίφους σου.
υπάρχουµε σαν δεν γίνουµε; 
µια διακεκομµένη ευθεία
που θα μπορούσε να γίνει
οικογένεια.

αλλά μεγάλωσαν τα χέρια μας
καταπώς μικραίνει ένα σπίτι.  
λατρεία μου, µεγάλωσαν τα χέρια μας.
σαν απλωθούν μες στον κενό χώρο  
η γλώσσα λύνεται αυθάδης.


Δεν υπάρχουν σχόλια: