Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)




                                     Είσοδος
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς  α'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ
ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VII] · ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]
• ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Ο Ταξιδιωτικός Σάκος] · Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς  β'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ
[VIΙΙ-ΧΙV] · ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [8-14] · ΟΤΤΩ
ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Αιγαιοδρόμιον] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς  γ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧV-ΧΧΙ]
• ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21] · ΟΤΤΩ
ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Τα Στιγμιότυπα] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
[Π ρ ο β ο λ έ α ς  δ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧΧΙΙ-ΧΧVΠΙ]
                                            Έξοδος


                                                                                         Είσοδος
                  ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
                                          είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
                      Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό-
νισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
                                Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό·  τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
                                    Χρυσέ ζωής αέρα...

                                    Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ
                                        [Π ρ ο β ο λ έ α ς   α΄]
Σκηνή πρώτη: Δικαστήριο υπαίθριο στην αρχαία πόλη των Αθηνών.
Φτάνουν οι κατηγορούμενοι και προχωρούν ανάμεσα σε βλαστήμιες
και κραυγές: Θάνατος! Θάνατος!
Σκηνή δεύτερη: Φυλακή στην ίδια πόλη, κάτω από την Ακρόπολη.
Τοίχοι μισοφαγωμένοι από την υγρασία. Χάμου ένα φτενό, αχυρένιο
στρώμα και στη γωνιά ένα σταμνί με νερό. Στον εξωτερικό τοίχο μια
σκιά: ο φύλακας.
Σκηνή τρίτη: Κωνσταντινούπολη. Στον γυναικωνίτη του Ιερού Πα-
λατιού, κάτω από το φως των κεριών, η Βασίλισσα πετάει ένα πουγκί
με χρυσά νομίσματα στον Αρχιευνούχο, που υποκλίνεται και την
κοιτάζει με νόημα. Στο άνοιγμα της πόρτας, οι άνθρωποί του· πανέ-
τοιμοι.
Σκηνή τέταρτη: Αρχονταρίκι μεγάλης Μονής. Μακρόστενο τραπέ-
ζι και στην κορυφή του ο Ηγούμενος. Ιδρωμένοι μπαινοβγαίνουνε
οι καλόγεροι φέρνοντας τα μαντάτα: ένα πλήθος έχει ξεχυθεί στους
δρόμους, βάζει φωτιές, καταστρέφει τα πάντα.
Σκηνή πέμπτη: Ναύπλιο. Έλληνες και Βαυαροί αξιωματικοί στο Υ-
πασπιστήριο του Βασιλέα συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ένας αγγελιο-
φόρος παίρνει το μήνυμα και φεύγει κατά τα σκαλιά που οδηγούνε
ψηλά στο Παλαμήδι.
Σκηνή έκτη: Μπρος από 'να παλιό και άδειο οικόπεδο, στη σύγχρο-
νη Αθήνα, ένα πλήθος ανάκατο με παπάδες και δεσποτάδες συνωστί-
ζεται για να ρίξει μια πέτρα, «τον λίθον του αναθέματος».
Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο προαύλιο, μεθυ-
σμένοι οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χειρονομίες. Ο αξιωμα-
τικός που βγαίνει από κάποιο κελί κάτι λέει στον στρατιωτικό ιατρό.
Πίσω τους ακούγονται γδούποι και οιμωγές.

                            ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
                                                    Ι  
Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μο-
σχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεν-
νηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημά-
των. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ-
σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει
τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου
αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί
που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας
ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο,
τότε το παιχνίδι το έχασα.
                                               II
Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική,
όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν
Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη
έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγμα-
τα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την
Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια,
κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να
την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
                                               III
Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λι-
γοσύνη της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού
το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο πα-
ράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγω-
νο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να
βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα,
να προεχτείνεται μ' ένα μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου
αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο.
Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωμα-
τικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβά-
νομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρε-
τή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να
επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της.
                                               IV
Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ'έναν Botti-
celli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θά-
λασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός.
Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περ-
πατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι
η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρα-
νός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.
                                                V
Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και
ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περι-
στεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε το-
σο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.
Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περι-
στρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο
έως το πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια
ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθε-
ση ν' αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους
και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύ-
τερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να
φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγω-
σαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους,
μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φι-
λολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι
και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρί-
σκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το
λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και
αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.
Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.
                                               VI
Ω ναι, μια σκέψη για να 'ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέ-
ρεται- πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την
ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να 'ναι καλοκαίρι.
Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαί-
νει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος.
                                              VII
Χείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: