Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Μαρία Νεφέλη



Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι...
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ - κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος

Και ο Αντιφωνητής:
και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα
τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν
κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα
κι  ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός
το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα.

«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι
κείνα που 'ναι γραφτό να πάθεις.»
Και το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου 'δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:
«Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες
και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου
όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι
που τις έφερε».

Και μεμιάς πίσω απ' το χέρι του είδα - φάνηκε
συρφετός πολλών αλαλιασμένων από τρόμο ανθρώπων
οπού φώναζαν κι έτρεχαν έτρεχαν κι έσκουζαν
«Ιδού έρχεται ο Αβαδδών ιδού έρχεται ο Απολλύων».
Ένιωσα ταραχή μεγάλη, και όργητα
με κυρίεψε. Αλλ' ο ίδιος συνέχισε:
«Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη. Κι ο βρομιάρης
ας βρομίσει περισσότερο. Κι ο δίκαιος
πιο δίκαιος ας είναι». Κι επειδή αναστέναξα
με γαλήνη απέραντη άπλωσε το χέρι
αργά πάνω στο πρόσωπο μου
κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.
«Δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι
και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς»
είπε· και βγάζοντας λευκές φωτιές έσμιξε με τον ήλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: