Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Μαρία Νεφέλη




Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα
και άλλα των Δυτικών εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών
πριν από το καλύβι της μητέρας μας
τι ωραία που ήταν!
Τα λευκά των αγγέλων σαν να τα θυμάμαι
κλείναν μπροστά μα τ' άφηναν ξεκούμπωτα
ίδια κορίτσια με ποδιές απ' αυτά που δουλεύουνε
στα κομμωτήρια
θαύμα -και όλα τα γεράνια

Και η Μαρία Νεφέλη:

Εσύ 'σαι αυτός που του 'ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον
σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη
·
που σπρώχνει την αγάπη απ' το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται
και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις.
Ξέρεις ότι φορείς τον ήλιο -και ότι πριν εκείνο κατεβεί εσύ
ανεβαίνεις.

Δίνε δωρεάν το χρόνο
                     αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.



                   Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

Ο Αντιφωνητής λέει:

σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο
γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε
ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.

Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα
που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο
ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.

Το 'να πόδι πάνου στ' άλλο
στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας
όλο σπίθα χρυσή απ' τους φτερνιστήρες
να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι
κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς
ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο·
κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά
ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.
Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού
όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η Μηριόνη.
Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια
κι ήταν ο ύπνος ο γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα
ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.
Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες
κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά·
μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα·
κάτω απ' τα πόδια σου περνούσανε άστρα
σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι
μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου -
τι ωραία που ήταν!

Και η Μαρία Νεφέλη:

σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.
'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε  Μάης δε θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατό του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας


Ο Αντιφωνητής λέει:

Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:
«τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο απ' όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος
που θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια
το άδικο; Η μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα;

Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα
κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ Γαβριήλ
Ουριήλ Ραφαήλ
Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος
Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας
τις χρυσές τους κεφαλές καθώς αραποσίτια·
ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.


Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς
             ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.


Και η Μαρία Νεφέλη:

ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία
                                    και σ' όλα τα μεγέθη της.


Ο Αντιφωνητής λέει:

                        EAU DE VERVEINE
Είπα: καθαρός είμαι
πλυμένος με το απόσταγμα βερβένας
90 βαθμών εκ γενετής
Έλλην εν μέσω των αγρίων.
«Δίχα στεναγμών και φόβου»
Θ' αποσπάσω το λευκό σημάδι μου
και θα το κατευθύνω
με ταχύτητα ψυχής
προς τον αόρατο κόρυμβο.

Το άπειρο υπάρχει για μας
      όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.


                   Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
Εμείς που ζούμε αναρτημένοι
μες στη σκόνη αιώνων
σ' ένα μακρύ και ανιαρό Palazzo Pitti
άψογοι στην προοπτική και στις αναλογίες
με την άσπρη γυαλάδα στο γιακά
και την ελιά στο μάγουλο
τρώμε κοιμούμαστε κυκλοφορούμε
άψογα σκιοφωτισμένοι
σχεδόν κάτω απ' τη γη·

Και η Μαρία Νεφέλη:

                   ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
Και προσθέτω: η σκιά σας
είναι σύμβουλος κακός
·
βαδίζετε πάντοτε
κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο.
«Άνευ ορίων άνευ όρων»
Επειδή Κυρίες και Κύριοι
κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια
-η άνοιξη που δεν φέραμε -
είναι ακριβώς η αγνότητα μας.
Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο.

                   ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
                                                                Αχ
και πως να μη φοβάμαι τα έντομα!
Που 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε
κάτι ανθρώπακλοι ώσαμε κει πάνου
μ' ανοιχτά ντουλάπια που μασάνε και τρώνε
με πατούσες πελώριες
που δε θέλει πολύ για να σ' αποτε-λειώσουνε
                Δυο-τρεις οργιές κάτω απ' το χώμα

Ο Αντιφωνητής λέει:

καιρός να ρίξουμε τα τείχη
θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή
το πέρασμα που θα μας επιτρέψει
μέσ' απ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε
ως τη δροσιά των τάφων!
Ω Ταρκυνία οι νεκροί που ευφραίνονται
στον ήλιο των αλόγων και στων αυλών τον αέρα
θα μας διδάξουν την αδιάσπαστη συνέχεια
εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης
στα δάχτυλα Τρωίλοι και Αχιλλείς
αντιμέτωποι -και μυριάδες
ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα
στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.
Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα
πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι άνεμοι
χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι
όλων των λογιών έφτασαν απαλά
στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες
άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που τώρα
ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα
με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά
ενώ περνά γυμνός με το κεραμιδί κορμί του
ο Αυλητής
το 'να πόδι μπροστά -και ανοίγουνε τα πέπλα
οι ψυχές οι φρέσκες πεταλούδες.

Αλλ' ιδού τι μ' όλ' αυτά εννοώ
που εμείς οι ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους
ούτε καν ενδιαφέροντες οι ηλίθιοι λησμονούμε:

Και η Μαρία Νεφέλη:

το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω.
Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω για
τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε
κάθε που το πατούσε ο άγιος Συμεών
αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο
τις τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο
μια για τον μέσα· την τρίτη για τον άλλον τον αόρατο
                                                                              Σκέψου
αλήθεια
δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη Sophie von Kühn·
μ' αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα
                                   οι καρώ μπέρτες τα λουλούδια
ως και η φυματίωση εάν υπήρχε ακόμη
τρόπος να πεθαίνεις και να σ' ενταφιάζουνε πριγκιπικά
στρατεύματα της νύχτας με τη λόγχη εφ' όπλου
επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά
καταπιάνομαι ακόμη με όνειρα
καιρών τ' ουρανού σκοτεινών
τόσο που αν πας εκείνη τη στιγμή να μ' αγκαλιάσεις
πασαλείβεσαι άστρα

                                                Σ' έναν λάκκο του χρόνου

κει που περπατάς ανύποπτα
ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε
και μια μυρωδιά παππού και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται
να σ' αρπάξει απ' το λαιμό και να σ' εγκοσμιώσει
                                            Ως κι εκεί αναβρύζει ουρανός

Ο Αντιφωνητής λέει: 

δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος
λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας
«ο κόσμος είναι αυτός».

Ο κόσμος είναι αυτός
ο καπνός που κυνηγάει τον σκύλο
το φυτό που ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική
τα παιδιά που ζωγραφίζουν τοίχους
και ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς
ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος
των πραγμάτων. Η σύνθεση
απ' όλ' αυτά.
                    Μια ζωή πλήρης εντέλει.

Piero della Francesca ύστερε άγγελε
της γης αυτής - κρατήσου!

Είναι μες στην ευλάβεια που θα γυμνωθούμε.

Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή
μεταφερμένη στην Άνω Ταρκυνία.
Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.

Θα πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα
      και για την Ευθύνη.


Και η Μαρία Νεφέλη:

κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό
μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη
και πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα
μικροσκοπική να τρέχω εγώ
σ' όλο το μήκος απ' τα μαύρα τείχη των εργοστασίων
όπου καίει μια υψικάμινος και το άγαλμα
του Giorgio de Chirico ανεπαίσθητα μετακινείται
                                                   Κι εγώ να μην κατέχω
τίποτα.
Ένα φύσημα όλοι μας και η φύσις μήτε που σαλεύει
                                                                        Τίποτα!
Το λοιπόν το πήρ' απόφαση:
ν' απομονώσω κάποιο σκίρτημα
στην τύχη και να το τρισμεγεθύνω
από πείσμα κυρίως ή εάν όχι κι από μια
διάθεση να δω τι γίνεται άμα
πας κόντρα στα λεφτά κόντρα στον άνεμο
κόντρα στη σιγουριά κόντρα στην αγωνία
·
πάντοτε ανάμεσα Κυρία και Κόρη
πάντοτε ανάμεσα Ευημερία και Θάνατο.
Από φυσικού της η μαυρίλα
                  πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: