Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Οι μαθητές του φωτός πάντα ανακάλυπταν σκοτάδια πιο διάφανα.
Μες στα νερά του ο ποταμός κυλά ένα σώμα γυναικός μικρό το τέλος
   δεν θ’ αργήσει.
Η χήρα με νυφιάτικα ακολουθεί λάθος πομπή· όλο μας φτάνουμε στο
   μνήμα μας καθυστερημένοι.
Ένα καράβι σάρκινο βουλιάζει σε μικρή αμμουδιά. Ο τιμονιέρης
   συνιστά στον κόσμο να σωπάσει.
Τα κύματα προσμένουνε, Θεέ μου, ανυπόμονα· όλο και πιο κοντά σου.
Ο τιμονιέρης συνιστά να μιλήσουν τα κύματα, κι αυτά μιλούν.
Η νύχτα σφραγίζει τις μποτίλιες της με αστέρια και θησαυρίζει
   κάμνοντας εξαγωγή.
Μεγάλες αγορές οικοδομούνται για την πώληση αηδονιών, αλλά δεν
   επαρκούν για να εκπληρώσουν την επιθυμία της βασίλισσας
   τής Σιβηρίας που ζητά ένα αηδόνι λευκό.
Ένας εγγλέζος υπομοίραρχος ορκίζεται πως δεν θα τον συλλάβουν
   να μαζεύει άλλη φορά τη νύχτα αλιφασκιές ανάμεσα στα πόδια
   αλατένιων αγαλμάτων.
Την ίδια στιγμή μια μικρή αλατιέρα Κάλας ορθώνεται με δυσκολία
   στις λεπτές της γάμπες.
Ρίχνει στο πιάτο μου ό,τι μου απομένει από ζωή.
Φτάνει και περισσεύει για ν’ αλατιστεί ολόκληρος ο Ειρηνικός.
Πάνω στο μνήμα μου να βάλετε ένα σωσίβιο.
Καλού κακού· ποτέ κανείς δεν ξέρει.
 
 
 

[Μετάφραση: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου -
Από το βιβλίο: «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης», Εκδόσεις Καστανιώτη]

BIBLIOTHEQUE

Δεν υπάρχουν σχόλια: