Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Παράφορες ανατολές


Σκοτάδι
μαύρο σαν το βλέφαρό σου
ταχυδακτυλουργίες των άστρων,
τι κίτρινο στόμα,
η μυρωδιά ενός ξένου,
η ανερχόμενη αυγή
βαθυγάλανη,
χωρίς αστέρια,
η μυρωδιά του εραστή,
πιο θερμή τώρα σα σαπούνι αυθεντική,
κύμα το κύμα
η φωτεινότητα
και τα πουλιά
στις αλυσίδες τους
παραφρονούν με θορύβους του λάρυγγα,
τα πουλιά
στα μονοπάτια τους
σκληρίζοντας στα μάγουλά τους μέσα σαν κλόουν,
περισσότερο, περισσότερο φως,
φύγανε τα’ αστέρια,
εμφανίζονται τα δέντρα με τις πράσινες κουκούλες τους,
τι σπίτι εμφανίζεται απέναντι
ο δρόμος και το θλιβερό του λιθόστρωτο
οι τοίχοι της πέτρας χάνουν το μπαμπάκι τους
περισσότερο, περισσότερο φως,
ο σκύλος βγήκες και να
η ομίχλη σηκώνεται με το πόδι του,
χορός γάζας
περισσότερο, περισσότερο φως,
κίτρινο, μπλε στις κορφές των δέντρων
περισσότερος Θεός, περισσότερος Θεός παντού,
περισσότερο φως,
περισσότερος κόσμος παντού,
βαθουλώνουν τα σεντόνια των ανθρώπων,
τα παράξενα κεφάλια της αγάπης,
και το πρόγευμα
η τελετουργία αυτή,
περισσότερο, περισσότερο κίτρινο φως,
σαν του αυγού το κίτρινο,
οι μύγες μαζεύονται στο τζάμι,
ο σκύλος μέσα κλαψουρίζει για φαΐ
και η μέρα αρχίζει,
να μην πεθάνει, να μην πεθάνει κανείς,
όπως την τελευταία μέρα που ξημερώνει,
μια τελική μέρα χωνεύεται στο εαυτό της,
περισσότερο, περισσότερο φως,
τα ατέρμονα χρώματα
τα ίδια πάλι δέντρα να προχωρούν προς εμένα,
ο βράχος ν’ ανοίγει τις βαλίτσες με τις σχισμές
σαν όνειρο το πρόγευμα
κι η μέρα ολόκληρη μπροστά σου για ν’ αντέξεις
σταθερή, βαθιά, εσωτερική.
Μετά το θάνατο,
μετά το μαύρο του μαύρου,
η φωτεινότητα αυτή
(να μην πεθάνει, να μην πεθάνει κανείς)
που γέννησε ο Θεός.



μτφ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: