Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ


                              
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
        της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον
        ωμό της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.
Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
        μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν
        τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνω-
        σε, κι έμεινα μόνος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
        να 'μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του
        Ελέους!
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορ-
        φή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
        σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δω-
        κεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοι-
        γα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύ-
        ρευα; η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
        όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
        έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ
        μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
        των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ' αηδόνι.
Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λί-
        γο του όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ' τη φθορά.
        Τέτοιες χρονιές -α ναι- θα 'ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
        τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!
Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
        με ατενίζει. Δίχως έλεος.
Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον
        σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε
Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
        θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
        της: Μεσημέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: