Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ


Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
        τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε
        να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί  απ' το μέλλον,
        τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
        αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
        λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
        στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
        μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
        τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
        έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
        στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
        σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
        λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει
        που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
        πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

                               Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
                                             (Παραλλαγή)
Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
        τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
        να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον,
        τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
        αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
        λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
        στο διάστημα
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
        μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
        τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
        έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι ανα-
        στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
        σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύ-
        ριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους
        όνομα
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά
        το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρ-
        ράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την
        είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα
        μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
        ανεξήγητα μελανουργήσει
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
        Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
        είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα-
        μάδες του ύπνου των Γενναίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: