Φτιάχνω την πετσέτα. Βγάζω παπούτσια. Αυτό το σφουγγάρι
πορώδες κίτρινο που αγόρασα σ’ ένα παζάρι
πρόστυχο τουριστών στο νησί της Ύδρας
τί ήμερο κάτω από το καθημερινό νερό
τόσες μήνες μετά, στην εξορία.
Και ξαφνικά το τζελ θυμίζει- η γαλακτώδης καθαρότης του,
η ακριβής του σύσταση- το σπέρμα του μύθου,
το σώμα το πρωτογενές και ταραγμένο του Ουρανού,
ένα σούσουρο από κύματα στα βαθιά
και μια θεά που διώχνει
το υπόλειμμα άλλου αφρού απ’ τους ώμους της.
Με σκίζει μια συγκίνηση τόσο αναχρονιστική,
ένας σφυγμός θλιμμένος, βαθύς και παράλογος,
γι αυτή τη θάλασσα. Για αυτή μόνο τη θάλασσα. Ψάχνω μια δόση
από θάλασσες υποκατάστατα.
Πώς θα μπορούσα ν΄αποτοξινωθώ.
Εξαρτώμαι δια βίου
από μια δρόγα. Απ΄την Ελλάδα.
πορώδες κίτρινο που αγόρασα σ’ ένα παζάρι
πρόστυχο τουριστών στο νησί της Ύδρας
τί ήμερο κάτω από το καθημερινό νερό
τόσες μήνες μετά, στην εξορία.
Και ξαφνικά το τζελ θυμίζει- η γαλακτώδης καθαρότης του,
η ακριβής του σύσταση- το σπέρμα του μύθου,
το σώμα το πρωτογενές και ταραγμένο του Ουρανού,
ένα σούσουρο από κύματα στα βαθιά
και μια θεά που διώχνει
το υπόλειμμα άλλου αφρού απ’ τους ώμους της.
Με σκίζει μια συγκίνηση τόσο αναχρονιστική,
ένας σφυγμός θλιμμένος, βαθύς και παράλογος,
γι αυτή τη θάλασσα. Για αυτή μόνο τη θάλασσα. Ψάχνω μια δόση
από θάλασσες υποκατάστατα.
Πώς θα μπορούσα ν΄αποτοξινωθώ.
Εξαρτώμαι δια βίου
από μια δρόγα. Απ΄την Ελλάδα.
[Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου