Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Διπλό Ποίημα της Λίμνης Έντεν




Ήταν η αρχαία μου φωνή
που αγνοούσε τους πυκνούς πικρούς χυμούς.
Τη μαντεύω να γλείφει τα πόδια μου
κάτω από τις εύθραυστες και μουσκεμένες φτέρες.

Αι, φωνή αρχαία του έρωτά μου!
Αι, φωνή της αλήθειας μου!
Αι, φωνή του ανοιχτού πλευρού μου,
όταν όλα τα ρόδα τρέφονταν απ' τη γλώσσα μου
κι η χλόη δεν εγνώριζε για τ' ασυγκίνητα του αλόγου δόντια!

Εδώ είσαι πίνοντας το αίμα μου,
πίνοντας το χυμό μου ενός αλλοτινού παιδιού,
την ώρα που τα μάτια μου συντρίβονται στον άνεμο
με το αλουμίνιο και τις φωνές των μεθυσμένων.

Αφήστε με την πόρτα να περάσω
εκεί όπου μυρμήγκια τρώει η Έυα
και γονιμοποιεί ο Αδάμ λαμπερά ψάρια.
Αφήστε με, ανθρωπάκια με τα κέρατα,
να πάω στο δάσος με τ' ανακλαδίσματα
και τ' άλματα τα ολόχαρα.

Γνωρίζω εγώ τη χρήση την πιο μυστική
που έχει μια καρφίτσα σκουριασμένη
και ξέρω για τη φρίκη κάποιων άγρυπνων ματιών
πάνω απ' τη συμπαγή επιφάνεια του πιάτου.

Αλλά δεν θέλω κόσμο ούτε όνειρο, θεϊκή φωνή,
θέλω τη λευτεριά μου, τον ανθρώπινό μου έρωτα
στη σκοτεινότερη γωνιά της αύρας που κανείς δεν θέλει.
Τον ανθρώπινό μου έρωτα!

Ετούτα τα θαλασσινά σκυλιά όλο κυνηγιούνται
κι ο άνεμος στήνει ενέδρα σε κορμούς παρατημένους.
Ω φωνή μου αρχαία, κάψε με τη γλώσσα σου
ετούτη τη φωνή από τενεκέ και ταλκ!

Θέλω να κλαίω γιατί έτσι μου αρέσει,
όπως κλαίνε τα παιδιά στο τελευταίο θρανίο,
γιατί δεν είμαι άντρας, ούτε ποιητής, ούτε και φύλλο.
αλλά ένα πληγωμένο καρδιοχτύπι που κυκλώνει
τα πράγματα της άλλης όχθης.

Θέλω να κλαίω τ' όνομά μου λέγοντας
ρόδο, παιδί και έλατο στην όχθη αυτής της λίμνης,
για να πω την αλήθεια μου του ανθρώπου από σάρκα
σκοτώνοντας εντός μου
την κοροϊδία και την υποβολή του λεκτικού.

Όχι, όχι. Δε ρωτάω εγώ. Εγώ θέλω.
Λευτερωμένη μου φωνή που μου γλείφεις τα χέρια.
Μες στο λαβύρινθο των παραπετασμάτων
είναι η γύμνια μου αυτή που δέχεται
τη σελήνη της ποινής και το ρολόι το σταχτωμένο.

Έτσι μιλούσα.
Έτσι μιλούσα εγώ όταν ο Κρόνος ακινητοποίησε τα τρένα
κι η καταχνιά και τ' Όνειρο κι ο Θάνατος με ψάχνανε.
Με ψάχνανε.
Εκεί που μουγκανίζουν οι γελάδες
που έχουνε μικρές πατούσες καμαρότου
κι εκεί όπου επιπλέει το κορμί μου
ανάμεσα σ' αντιμαχόμενες ισορροπίες.


Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: 1930
http://giorgosmixos.blogspot.gr/2012/06/blog-post_05.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: