Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Ο ΜΥΘΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΗΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΥΣ







Όλοι τούτοι οι κύριοι βρίσκονταν μέσα
όταν εκείνη μπήκε ολόγδυτη,
εκείνοι είχαν πιει κι άρχισαν να τη φτύνουν,
εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα, μόλις βγαλμένη απ’ το
         ποτάμι:
ήταν μια Σειρήνα που ’χε χάσει το δρόμο,
οι βρισιές κυλούσαν πάνω στη λεία σάρκα της,
η προστυχιά σκέπαζε το χρυσό της στήθος,
εκείνη δεν ήξερε να κλαίει, γι’ αυτό δεν έκλαιγε,
δεν ήξερε να ντύνεται, γι’ αυτό δεν ήταν ντυμένη,
τη στιγματίσανε με τσιγάρα και αναμμένα φελλά
και γελούσαν μέχρι που κυλίστηκαν στην ταβέρνα χάμω
         απ’ τα γέλια,
εκείνη δε μιλούσε γιατί δεν ήξερε να μιλάει,
τα μάτια της είχαν χρώμα έρωτα μακρινού,
τα μπράτσα της ήταν χτισμένα από δίδυμα τοπάζια,
τα χείλη της σκιστά στο φως του κοραλλιού
κι ευθύς από τη θύρα τούτη βγήκε
και μόλις μπήκε στο ποτάμι, έγινε κατακάθαρη,
έλαμψε σαν άσπρη πέτρα στη βροχή
και δίχως να κοιτάξει πίσω κολύμπησε ξανά,
κολύμπησε ως το ποτέ πια, ως το πού πεθαίνουν.



Δεν υπάρχουν σχόλια: