Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι Δύο ποιήματα



Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος



Στον αγαπημένο του εαυτό
αφιερώνει ο συγγραφέας αυτές τις γραμμές


Τέσσερις.
Βαριές σα χτυπήματα.
«Τα του Καίσαρος – τα του Θεού».
Κι ένας
σαν κι εμένα.
Που θα πάει;
Πού φωλιάσει βολικά;

Αν ήμουν
μικρούλης
σαν ωκεανός, -
θα στεκόμουν στις μύτες των ποδιών των κυμάτων,
και με την παλίρροια θα χάιδευα το φεγγάρι.
Πού θα βρω την αγαπημένη μου,
που να ‘ναι σαν κι εμένα;
Αυτή δεν θα χωρούσε στον μικροσκοπικό ουρανό!

Ω, αν ήμουν φτωχός!
Σαν εκατομμυριούχος!
Τι να τα κάνει η ψυχή τα λεφτά;
Είναι ένας αχόρταγος κλέφτης γι’ αυτήν.
Της αποχαλινωμένης ορδής των επιθυμιών μου
Δε φτάνει όλο το χρυσάφι της Καλιφόρνιας.

Αχ και να ΄μουν τραυλός
σα το Δάντη
και τον Πετράρχη!
Να φλέγεται για μία η ψυχή μου!
Με στίχους να τη διατάξω να καεί!
Κι οι λέξεις
κι η αγάπη μου –
αψίδα θριάμβου:
από την οποία θα περάσουν
δίχως ν’ αφήσουν ίχνη
με πυκνές γραμμές
οι ερωμένες όλων των αιώνων.

Ω, και να ΄μουν
ήρεμος
σα κεραυνός, -
θα βουτούσα,
τρέμοντας να αγκαλιάσω της γης την γερασμένη σκήτη.

Αν μ’ όλη μου τη δύναμη
ουρλιάξω με φωνή βροντερή, -
οι κομήτες θα δέσουν  τα φλεγόμενα χέρια τους,
πέφτοντας κάτω από τη νοσταλγία.

Αν τα μάτια με της νυχτιάς των τύψεων τις αχτίνες –
ω, αν ήμουν εγώ
θαμπός, σαν ήλιος!
Θέλω τόσο πολύ
με τη λάμψη μου να ξεδιψάσω
της γης τον ξερακιανό κόλπο!

Θα πάω
ανέμελος τον έρωτα να ψάξω.
Ποια νύχτα
παράλογη,
άχρηστη
ποιοι Γολιάθ με γέννησαν –
τόσο μεγάλο
και τόσο άχρηστο;

1916

Βαρέθηκα


Κάθισα σπίτι.
Άννενσκι, Τιούτσεφ, Φετ.
Ξανά,
από νοσταλγία για τους ανθρώπους
πηγαίνω
στους κινηματογράφους, τα καπηλειά, τα καφενεία.

Κάθομαι στο τραπέζι.
Σέλλας.
Η ελπίδα φωτίζει την ανόητη καρδιά.
Αν μέσα σε μια βδομάδα
άλλαξε τόσο πολύ ο Ρώσος
τότε θα του κάψω τα μάγουλα με τι φλόγες των χειλιών μου.

Σηκώνω προσεκτικά τα μάτια,
Ορμάω στην ορδή με τα σακάκια.
«Πίσω,
πίσω,
πίσω!»
Ο τρόμος ουρλιάζει από την καρδιά.
διαγράφεται στο πρόσωπο, απέλπιδας και πληκτικός.

Δεν ακούω.
Βλέπω,
λίγο προς τα δεξιά,
αόρατο και στα στεγνά, και στα βρεγμένα,
εργάζεται φιλότιμα πάνω από το μοσχάρι με το μαχαίρι του
ένα μυστηριώδες πλάσμα.

Κοιτάς μα δεν καταλαβαίνεις: αυτός είναι ή όχι.
Κοιτάς μα δεν καταλαβαίνεις: αναπνέει ή όχι.
Δυο οργιές απρόσωπου ροδαλού ζυμαριού!
Να ‘ταν τουλάχιστον ραμμένος ο στόχος στη γωνιά.

Μόλις που κουνιούνται οι μαλακές πτυχές
των μάγουλων που γυαλίζουν
πέφτοντας από τους ώμους.
Η καρδιά παράφορη,
ουρλιάζει και χτυπιέται.
«Πίσω!
Τι άλλο πια;»

Κοιτάζω αριστερά.
Το στόμα ορθάνοιχτο.
Στράφηκα προς τον πρώτο, κι άρχισα διαφορετικά:
Εκείνος που είδε τη δεύτερη κακομούτσουνη φάτσα
Ο πρώτος είναι
ο αναστάς Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Δεν υπάρχουν άνθρωποι.
Καταλαβαίνετε
την κραυγή των δεινών των χιλίων ημερών;
Η ψυχή δεν θέλει βουβή να πάει,
αλλά και σε ποιον να μιλήσει;

Πέφτω τη γη,
σκεπάζω την πέτρα
τρίβω το πρόσωπο μου στο αίμα, πλένοντας με δάκρυα την άσφαλτο.
Εξαντλημένος από τα χάδια των χειλιών
χιλίων φιλιών καλύπτω
την έξυπνη μούρη του τραμ.

Γυρίζω σπίτι.
Θα κολλήσω στις ταπετσαρίες.
Σε ποιο σημείο, άραγε, το ρόδο, είναι πιο τρυφερό και εύθραυστο;
Θέλεις –
ρυτιδιασμένο μου
να σου διαβάσω το «Απλό σαν μούγκρισμα;»

Για την ιστορία

Όταν όλοι θα έχουν εγκατασταθεί στον παράδεισο και στην κόλαση,
κι η γη θα έχει βγάλει τα συμπεράσματα της –
να θυμάστε:
το 1916
είχαν εξαφανιστεί οι όμορφοι άνθρωποι από το Πέτρογκραντ.

1916

Η μετάφραση αυτή αφιερώνεται στο φίλο Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλο

Μτφ: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

Δεν υπάρχουν σχόλια: