Ακούστε ξένοι πώς κελαηδάνε τα μαλλιά του
όταν γέρνει στο λευκό του καιρού να κοιμηθεί
και τα κειμήλια νερά τον ανασαίνουν.
Κι όταν ξυπνά, γλείφει το μέλι των σκιών και προχωράει.
Περνά δίπλα από αναμμένα μήλα
από ρίζες καγκελόπορτες
περνά απ της αυγής την κόψη και δεν κόβεται
περνά από κάτεργα σπηλιών, από σπασμένα καλοκαίρια
κι απ’ τους αμυγδαλότοπους
στις αορτές των ποταμών φτάνει ολοκάθαρος.
Και όταν πεινάσει για ψυχή καίει λιβάνι.
Ράβει το χρόνο πίσω του και πάει
και πάει και προχωράει
φυσώντας φως
κεντρώος στον ελάχιστο κύκλο της μνήμης.
όταν γέρνει στο λευκό του καιρού να κοιμηθεί
και τα κειμήλια νερά τον ανασαίνουν.
Κι όταν ξυπνά, γλείφει το μέλι των σκιών και προχωράει.
Περνά δίπλα από αναμμένα μήλα
από ρίζες καγκελόπορτες
περνά απ της αυγής την κόψη και δεν κόβεται
περνά από κάτεργα σπηλιών, από σπασμένα καλοκαίρια
κι απ’ τους αμυγδαλότοπους
στις αορτές των ποταμών φτάνει ολοκάθαρος.
Και όταν πεινάσει για ψυχή καίει λιβάνι.
Ράβει το χρόνο πίσω του και πάει
και πάει και προχωράει
φυσώντας φως
κεντρώος στον ελάχιστο κύκλο της μνήμης.
[Κι αν τύχει, ξένοι, και τον δείτε
δώστε του άζυμο ψωμί, κρασί και σβώλους από χώμα
και νύχια από ζάχαρη να ξύνει τους καθρέφτες].
δώστε του άζυμο ψωμί, κρασί και σβώλους από χώμα
και νύχια από ζάχαρη να ξύνει τους καθρέφτες].
*Από
τον “τοίχο” της ποιήτριας στο facebook.
Posted by on September 22, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου