Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.
Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.
Πυγμαλίωνα, είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.
‘Ηταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’έκανε άντρα.
Και τα κύμματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου