Το φως του φεγγαριού οδηγεί τους διαβάτες
ν' ανοίξουν δρόμους μέσα από το σκοτάδι,
τα σκηνικά ήδη στημένα στις στράτες,
κατάλληλη η κοψιά μου για το παζάρι.
Ταξίδι στην φτηνή,τη δεύτερη θέση,
μ' ένα φλιτζάνι τσάι ξεθωριασμένο,
το φορτηγό, παλιό σαραβαλιασμένο,
μπαμπάκια δέματα πεσμένα στη μέση.
ν' ανοίξουν δρόμους μέσα από το σκοτάδι,
τα σκηνικά ήδη στημένα στις στράτες,
κατάλληλη η κοψιά μου για το παζάρι.
Ταξίδι στην φτηνή,τη δεύτερη θέση,
μ' ένα φλιτζάνι τσάι ξεθωριασμένο,
το φορτηγό, παλιό σαραβαλιασμένο,
μπαμπάκια δέματα πεσμένα στη μέση.
Της ερημιάς δρομέας, αρνί της πόλης,
κάτω από σύννεφα βαριά, φουσκωμένα,
μιας θλιβερής προσποιητής, μοιάζω νιότης.
Τα πρόσωπα στεγνά, πελεκημένα
κι ο παρατηρητής από το θεωρείο
κοιτάζει μακριά αν έρχεται πλοίο.
κάτω από σύννεφα βαριά, φουσκωμένα,
μιας θλιβερής προσποιητής, μοιάζω νιότης.
Τα πρόσωπα στεγνά, πελεκημένα
κι ο παρατηρητής από το θεωρείο
κοιτάζει μακριά αν έρχεται πλοίο.
Στο τρένο πάνω στριμωγμένοι επιβάτες,
κράμα ομοιόμορφο, τακτοποιημένο,
με το φορτίο του ο καθένας στις πλάτες
κι απ' το χερούλι τ' όνειρο κρεμασμένο.
Ταξίδι επίπεδο κι απέραντη στέπα,
με μπουκωμένα μάτια από προσδοκίες,
αγορασμένες μόνο από ευκαιρίες,
του Σίσυφου πως κουβαλάω την πέτρα.
κράμα ομοιόμορφο, τακτοποιημένο,
με το φορτίο του ο καθένας στις πλάτες
κι απ' το χερούλι τ' όνειρο κρεμασμένο.
Ταξίδι επίπεδο κι απέραντη στέπα,
με μπουκωμένα μάτια από προσδοκίες,
αγορασμένες μόνο από ευκαιρίες,
του Σίσυφου πως κουβαλάω την πέτρα.
Της ερημιάς θηρίο, τέρας της πόλης,
πάνω σε ξύλινο αλογάκι τραμπάλα,
δεμένο σώμα στο σκοινί της αγχόνης
κι οι θεατές φωνάζουν, κάψτε την μπάλα,
ολόισιο, μοναχικό κυπαρίσσι,
το ξέρω το παιγνίδι το 'χουνε στήσει.
πάνω σε ξύλινο αλογάκι τραμπάλα,
δεμένο σώμα στο σκοινί της αγχόνης
κι οι θεατές φωνάζουν, κάψτε την μπάλα,
ολόισιο, μοναχικό κυπαρίσσι,
το ξέρω το παιγνίδι το 'χουνε στήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου