Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Αϋπνία


Δεν κοιμάμαι, κι ούτε περιμένω να κοιμηθώ.
Ούτε στο θάνατο περιμένω να κοιμηθώ.
Με περιμένει μια αϋπνία του πλάτους των άστρων,
κι ένα άχρηστο χασμουρητό του μήκους του κόσμου.
Δεν κοιμάμαι• δεν μπορώ να διαβάζω όταν ξυπνάω τη νύχτα,
Δεν μπορώ να γράφω όταν ξυπνάω τη νύχτα,
Δεν μπορώ να σκέφτομαι όταν ξυπνάω τη νύχτα –
Θεέ μου, ούτε μπορώ να ονειρεύομαι όταν ξυπνάω τη νύχτα!
Α, το όπιο του να είσαι κάποιος άλλος!
Δεν κοιμάμαι, κείμαι, ξύπνιο πτώμα, κι αισθάνομαι,
Και η αίσθησή μου είναι μια άδεια σκέψη.
Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που μου συνέβησαν
– Όλα εκείνα για τα οποία μετανιώνω και κατηγορώ τον εαυτό μου•
Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που δεν μου συνέβησαν
– Όλα εκείνα για τα οποία μετανιώνω και κατηγορώ τον εαυτό μου•
Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που δεν είναι τίποτα,
Και γι’ αυτά ακόμα μετανιώνω, κατηγορώ τον εαυτό μου, και δεν κοιμάμαι.
Δεν έχω το σθένος για να έχω τη δύναμη για ν’ ανάψω ένα τσιγάρο.
Κοιτάω το μπροστινό τοίχο του δωματίου σαν να ’ταν το σύμπαν.
Εκεί έξω είναι η σιωπή όλου αυτού του πράγματος.
Μια μεγάλη σιωπή τρομακτική σε κάποια άλλη περίσταση,
Σε κάποια άλλη περίσταση στην οποία να μπορούσα να αισθάνομαι.
Γράφω πράγματι συμπαθητικούς στίχους –
Στίχους που λένε πως τίποτα δεν έχω να πω,
Στίχους που επιμένουν να το λένε,
Στίχους, στίχους, στίχους, στίχους, στίχους...
Τόσους στίχους...
Και η αλήθεια ολόκληρη, κι η ζωή ολόκληρη έξω απ’ αυτούς κι από μένα!
Νυστάζω, δεν κοιμάμαι, αισθάνομαι και δεν ξέρω πού να αισθάνομαι.
Είμαι μια αίσθηση χωρίς ανάλογο άνθρωπο,
Μια αφαίρεση αυτοσυνείδησης χωρίς το τίνος,
Εκτός από το αναγκαίο για να αισθάνομαι συνείδηση,
Εκτός από – εκτός από δεν ξέρω τι... Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι.
Τι μεγάλη νύστα σ’ όλο το κεφάλι και πάνω στα μάτια και στην ψυχή!
Τι μεγάλη νύστα σε όλα, παρά στο να μπορέσω να κοιμηθώ!
Ω ξημέρωμα, τόσο αργείς... Έλα...
Έλα, μάταια,
να μου φέρεις άλλη μέρα όμοια μ’ αυτήν, κι έπειτα άλλη νύχτα όμοια μ’ αυτήν...
Έλα να μου φέρεις τη χαρά μιας τέτοιας θλιβερής ελπίδας,
Γιατί είσαι πάντα χαρούμενο, και πάντα φέρνεις ελπίδες,
Σύμφωνα με την παλιά λογοτεχνία των αισθήσεων.
Έλα, φέρε την ελπίδα, έλα, φέρε την ελπίδα.
Η κούρασή μου χώνεται μέσα στο στρώμα.
Πονάει η πλάτη μου επειδή δεν είμαι ξαπλωμένος πλάγια.
Αν ήμουν ξαπλωμένος πλάγια θα πονούσε η πλάτη μου από το πλάγιο ξάπλωμα.
Έλα, ξημέρωμα, φτάσε! Τι ώρα είναι; Δεν ξέρω.
Δεν έχω δύναμη για ν’ απλώσω ένα χέρι στο ρολόι,
Δεν έχω δύναμη για τίποτα, για τίποτα πια...
Μόνο για τους στίχους τούτους, γραμμένους την άλλη μέρα.
Ναι, γραμμένους την άλλη μέρα.
Όλοι οι στίχοι γράφονται πάντα την άλλη μέρα.
Απόλυτη νύχτα, απόλυτη σιγή, εκεί έξω.
Ειρήνη σ’ όλη τη Φύση.
Και η Ανθρωπότητα αναπαύεται και ξεχνά τις πίκρες της.
Ακριβώς.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες της.
Αυτό συνήθως λέγεται.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Αλλά και ξύπνια η Ανθρωπότητα ξεχνά.
Ακριβώς. Αλλά δεν κοιμάμαι.

Μετάφραση: Theo de Borba Moosburger

Δεν υπάρχουν σχόλια: