Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι· τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο· ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους. Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι· ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου. Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος; Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες, τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, - ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, - κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια, κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη, κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ. |
Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Σάββατο 30 Απριλίου 2016
Φεύγοντας ἀπ᾿ τὴ Μονοβασιά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου