Δημοσίευση, Κυριακή, 12/6/2016, 8:03 μμ
Ανανέωση, Δευτέρα, 13/6/2016, 4:14 μμ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΑΓΑΠΕΣ ΑΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ
Τον Νικολάς Γκιγιέν (Nicolás Cristóbal Guillén Batista, 10 Ιουλίου 1902, Καμαγουέι -16 Ιουλίου 1989, Αβάνα), εθνικό ποιητή της Κούβας, έναν «λαϊκό» ποιητή με τεράστια απήχηση στο λαό του, μας τον έμαθε πολύ πίσω στο χρόνο ο ανεξάντλητοςΓιάννης Ρίτσος: Νικολάς Γκιλλιέν, Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η αγάπη μου γι’ αυτόν είναι αξεχώριστη ‒δεν τον γνώρισα άλλωστε και με μεγάλη χρονικά απόσταση‒ από την αγάπη μου για τον δικό μαςHomo Universalis (ηθοποιός, χορευτής, μουσικός, και ζωγράφος, που έγραφε ποίηση όπως εμείς ανασαίνουμε), παρά το ότι η γνωριμία μου με τον Κουβανό άρχιζε και τέλειωνε σ’ εκείνον τον αλλόκοτο μαγευτικό του Κήπο, όπου, ύστερα από τα δυο ταξίδια που έκανα στην Κούβα (2011, 2015), τα βήματά μου μοιραία με οδήγησαν ξανά.
Αυτή η εξαιρετική συνάντηση των δυο ποιητών στον κήπο της ποίησης, και φυσική μετά από επίσκεψη του Ρίτσου στο νησί στα μέσα του ’66 ‒χρονιά που κυκλοφορεί και μελοποιημένη η Ρωμιοσύνη‒ έχει εκτός των άλλων ιδιαίτερο (άγνωστο εν πολλοίς) εκδοτικό ενδιαφέρον, αφού το Δεκέμβρη του ίδιου έτους μια σημαντική ποιητική συλλογή εκδίδεται στην Ελλάδα σε παγκόσμια πρώτη.
Ο ίδιος ο Γκιλλιέν εμπιστεύτηκε στον Γιάννη Ρίτσο την ανέκδοτη ακόμη γαλλικήμετάφραση που έχει γίνει άπ’ τον Αϊτινό ποιητή René Depestre (29 Αυγ. 1926). Σ’ αυτήν στηρίχτηκε η ελληνική απόδοση.
René Depestre, Le Grand Zoo, Παρίσι, 2ο τρίμηνο 1967 (δίγλωσση έκδοση) |
Ο Μεγαλος Ζωολογικός Κήπος στη χώρα μας δεν μακροημέρευσε, αφού 4 μήνες μετά την κυκλοφορία του κυκλοφόρησαν και τα τανκς, οπότε καιισοπεδώθηκε από τις ερπύστριές τους.
Στην Κούβα η συλλογή κυκλοφόρησε το 1968, κατά το γιορτασμό της Εκατονταετηρίδας των Πολέμων για την Ανεξαρτησία, αν και στον κολοφώνα εκείνης της έκδοσης αναγράφεται ότι το βιβλίο τυπώθηκε στις 15 Δεκέμβρη 1967, «Έτος του Ηρωικού Βιετνάμ», γεγονός σύνηθες για βιβλία που πάνε τυπογραφείο τέλος της χρονιάς και εκδίδονται αρχές της επόμενης (Δεκ. - Ιαν.), ακόμα και σήμερα με τα ηλεκτρονικά μέσα εκτύπωσης.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο Γκιγιέν είχε παρουσιάσει στο περιοδικό Bohemia (Νο31, 4 Αυγούστου), σε μετάφρασή του ‒για πρώτη φορά στα ισπανικά, όπως μας πληροφορεί το κείμενο που έπεται των ποιημάτων‒ δέκα ποιήματα του Ρίτσου, που συμπεριλαμβάνονται και στη συγκεντρωτική έκδοση του έργου του, Ποίηση, Τόμος ΙΙ(Αβάνα, 1973). Δεν μπόρεσα να βρω πληροφορίες για τη γλώσσα από την οποία τα μετέφρασε ο Γκιγιέν. Να του δόθηκε άραγε η γαλλική τους μετάφραση από τον ίδιο τον Ρίτσο;
Αυτά τα ποιήματα μεταφέρονται σήμερα εδώ, από αναδημοσίευσή τους το 1984 στο ισπανικό περιοδικό Ερύθεια, Επιθεώρηση βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών, (τεύχος 4, σσ. 3-23), του ελληνιστή καθηγητή Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια. Το περιοδικό εκδίδεται από το 1982 ανελλιπώς ‒δυο φορές το χρόνο, μέχρι το 1989, ετήσιο έκτοτε‒ και αριθμεί 42 τεύχη.
Μετά τα ποιήματα ακολουθούν: Το προλογικό σημείωμα του Μπάδενας, Σημειώσεις της Μποτίλιας, και δυο λόγια για τον ελληνιστή και την… πραγματική Ερύθεια.
Μπ. Ζ.
(Το κείμενο προέρχεται ‒εδώ με μικρές προσθήκες‒ από τον πρόλογο με τίτλο Μια Εξαιρετική Συνάντηση Στον Κήπο της Ποίησης, του βιβλίου Αηδόνια και Μπαζούκας, Μετάφραση - Σχολιασμός - Σχέδια, Μπάμπης Ζαφειράτος, Εκδόσεις New Star, Απρ. 2016. ‒Βλέπε συνδέσμους στο τέλος)
*
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ
Ο ΤΡΕΛΟΣ
Το κάρο σταματημένο αντίκρυ στη θάλασσα,
φορτωμένο έξι βαρέλια σιδερένια, κόκκινα
κι ένα άλλο καταπληκτικό πράσινο. Τ’ άλογο
έβοσκε στο λιβάδι. Ο καροτσέρης
έπινε στήν ταβέρνα. Ο τρελός του νησιού
στάθηκε στο μουράγιο και φώναξε:
«Μ’ αυτό το πράσινο θα σας νικήσω».
Κι έδειξε το έβδομο βαρέλι, δίχως καν να
ξέρει
τι περιείχε και σε ποιον ανήκε.
|
EL LOCO
La vagoneta se ha detenido frente al mar,
con seis toneles de hierro, rojos.
Lleva uno más, de un verde asombroso.
El caballo ramonea en el prado. El
carretero
bebe en la taberna. El loco de la isla
se detiene junto a I pequeño muelle, y grita:
“Con ese verde os venceré.”
Y señala el séptimo tonel, sin que sepa
lo que contiene ni de quién es.
|
ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ ΑΙΣΘΗΣΗΣ
Βούλιαξε o ήλιος ρόδινος, πορτοκαλής. Η
θάλασσα
σκούρα γαλαζοπράσινη. Μακριά, μια βάρκα ‒
ένα μαύρο, ταλαντευόμενο στίγμα. Κάποιος
σηκώθηκε και φώναξε: «Μια βάρκα, μια
βάρκα».
Οι άλλοι, στο καφενείο, άφησαν τις καρέκλες
τους, κοίταξαν.
Αλήθεια, ήταν μια βάρκα. Όμως αυτός που
φώναξε,
σαν ένοχος τώρα, κάτω απ’ τ’ άγρια βλέμματα
των άλλων,
έσκυψε το κεφάλι κι είπε χαμηλόφωνα: «Σας
είπα ψέματα». |
ESCALA DE SENSACIONES
En naranja y rosa el sol se ha hundido.
El mar es de un verde azul sombrío.
Lejos, una barca se mece
como un oscilante punto negro.
Alguien se levanta, y grita: “¡Una barca,
/una barca!”
Los demás, sentados en el cafe,
se levantan a su vez. Miran.
Sin duda es una barca.
Pero el que gritó,
ahora bajo la mirada furiosa de los otros,
inclina la cabeza con un aire culpable, y
/murmura:
“¡Perdón, os he mentido!”
|
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Μια ζεστή μυρωδιά είχε απομείνει στις
μασχάλες του πανωφοριού της.
Το πανωφόρι στην κρεμάστρα του διαδρόμου
σαν κλεισμένη κουρτίνα.
Ό,τι γινόταν πια, ήταν σ’ άλλο χρόνο. Το
φως άλλαζε πρόσωπα,
όλα άγνωστα. Κι αν κάποιος έκανε να μπει
στο σπίτι,
εκείνο τ’ άδειο πανωφόρι σήκωνε αργά,
πικραμένα τα χέρια του
κι έκλεινε σιωπηλά ξανά την πόρτα.
|
RECUERDO
Un olor calido había quedado en las axial
/del abrigo,
puesto en el perchero del pasillo
como se corre una cortina.
Lo que ocurrió en seguida
no es de esta época. La luz cambiabade de
/rostro, todos desconocidos.
Y si alguien trataba de penetrar en la casa,
el abrigo vacíο
alzaba lentamente sus brazos dolorosos
y cerraba en silencio la puerta.
|
ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ
Ένα τσιγάρο αναμμένο.
Eνα κορίτσι στ’ ακρογιάλι.
Μια πέτρα έπεσε στη θάλασσα.
Μόλις που πρόφτασε να πει: ζωή.
|
VIDA
Un cigarrillo encendido.
Una muchacha sobre la costa.
Cae una piedra sobre el mar.
Apenas tiene tiempo ella de exclamar:
Vida.
|
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ
Δέν είχε σε ποιόν να μιλήσει. Χτυπούσε
δυνατά το σφυρί του. Ήταν νύχτα.
Δε φαινόταν ακριβώς τι καρφώνει ‒ ένα
σκαμνί, ένα κιβώτιο, μια πόρτα;
Χτυπούσε πάντα το σφυρί του. Ο τελευταίος
του φίλος
τον ρώτησε ήσυχα: «Τι κάνεις;» Κι αυτός
αποκρίθηκε
πιο ήσυχα ακόμη: «Σπάζω μύγδαλα». Και του
’δωσε δυο τρία
να δοκιμάσει. «Είναι νόστιμα», είπε ο άλλος.
Τότε εκείνος
σήκωσε το σφυρί του και το χτύπησε στ’
αριστερό του χέρι
σα να χτυπούσε έναν αόρατο εχθρό. «Είναι
πιο νόστιμο ετούτο», του είπε.
Μπορεί και να μην ήταν έτσι. Είχε νυχτώσει. Δε φαινόταν τίποτα.
Το τραίνο σφύριξε πιο κάτω. Ό άλλος έφυγε.
|
ULTIMAS PALABRAS
No había nadie con quien hablar.
El golpeaba fuertemente con su martillo.
Era de noche. No se veía bien lo que
clavaba.
¿Un banco? ¿Una caja? ¿Una puerta?
Golpea sin cesar con su martillo.
Su ultimo amigo
le pregunta plácidamente: “¿Que haces?”
El responde más plácidamente aún:
“Estoy partiendo almendras.”
Y para que las pruebe
le alcanza dos ο tres. “¡Magníficas!”,
dice el otro.
Pero el hombre levanta su martillo
y lο descarga sobre su propia mano
izquierda,
como si golpeara a un enemigo invisible.
Luego dice: “Estas son mejores todavía.”
Tal vez no ocurrió exactamente así.
No era posible distinguir nada.
Mas abajo silbó el tren.
El otro desapareció.
|
ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τα γυμνά δέντρα, μουσκεμένα, σκοτεινά,
είχαν μια αναλογία μακρινή με κάτι
ολότελα δικό του, που δεν ήξερε ακριβώς
τι ήταν, κι αν ήταν. Κι η άγνοια ετούτη
τον έφερνε ελαφρά στην παιδική ηλικία
με τις σπασμένες καρέκλες στο κελάρι
με το λίγο χνουδωτό κίτρινο των κυδωνιών
και με μια μωβ κλεισμένη γυναικεία ομπρέλα
αφημένη ανεξήγητα στη μέσα γωνία του
διαδρόμου. |
SENSACIO Ν INFΑΝΤΙL
Los árboles, desnudos, mojados,
sotnbríos,
tenían cierta semejanza lejana con algo
que no les pertenecía enteramente, pero qu
él no sabía, a decir verdad, lo que era,
ni si existía. Y esta ignorancia
lo conducía dulcemente hacia la niñez,
con las sillas rotas en la bodega,
con ese amarillo un poco velloso
del membrillo,
y una sombrilla malva, cerrada,
abandonada inexplicablemente.
|
Η ΑΡΑΧΝΗ
Κάποτε, μια τυχαία κι εντελώς ασήμαντη
λέξη
προσδίδει μια απροσδόκητη σημασία στο
ποίημα,
όπως π.χ. στο Εγκαταλειμμένο υπόγειο, όπου
κανείς δεν κατεβαίνει από καιρό, το μεγάλο,
άδειο κιούπι· ‒
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς
νόημα μια αράχνη,
(χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για
κείνην). |
LA ARAÑA
A veces, una palabra fortuita
y sin valor
comunica al poema
una inesperada significatión,
como por ejemplo cuando en el sótan
/desierto
a donde η ad ie ha bajado en mucho tiempo,
vemos la gran jarra vacía
con una araña caminándole sin razón por los hordes sombríos,
(Sin razón para ti, pero no probablemente
/para ella.)
|
ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
Γδύθηκαν κι έπεσαν ατή θάλασσα· τρεις η
ώρα μεσημέρι·
το δροσερό νερό καθόλου δεν εμπόδισε την
επαφή τους. Έλαμπε ως πέρα τ’ ακρογιάλι
νεκρό, μοναχικό, γυμνό. Τα μακρινά σπίτια
κλεισμένα.
Άχνιζε στίλβοντας ο κόσμος. Στο βάθος του
δρόμου
χανόταν ένα κάρο. Στην ταράτσα του
λιμεναρχείου
κρεμόταν μια μεσίστια σημαία. Ποιος είχε
πεθάνει; |
MEDIODÍA
Se quitaron las ropas y se lanzaron almar.
Son las tres de la tarde,
La frescura del agua no les impide unirse,
La costa interminable resplandece muerta,
/desnuda, sola.
Allá lejos, las casas cerradas.
Todo parece envuelto en un vapor pulido,
/esmerilado.
Al término del camino
un solitario carretón desaparece.
En la azotea de la aduana del Puerto
cuelga una bandera a media asta. ¿Quien
/ha muerto?
|
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣYΜΒΑΝΤΑ
Εκείνη του είπε : «Πάρε το κλειδί μαζί σου
‒όταν γυρίσεις, όποτε,
άνοιξε κι έμπα. Εδώ θα με βρεις». Ολόκληρα
χρόνια περάσαν. Όταν άνοιξε,
το πρώτο που αντίκρισε μες στον καθρέφτη
της ντουλάπας, αντίκρυ στην πόρτα,
ήταν αυτός, αρκετά γερασμένος, με γκρίζο
σακάκι. Ώστε λοιπόν
κι εδώ μέσα ο εαυτός του τον περίμενε;
Δίπλα, στον τοίχο,
καρφιτσωμένο με πινέζα ένα χαρτί:
«Περίμενέ με.
Πετάχτηκα για λίγο στο οπωροπωλείο».
Πήρε το καπέλο του,
έχωσε κείνο το χαρτί στην τσέπη του, κι
έφυγε πάλι.
Η πινέζα είχε απομείνει στον τοίχο
στίλβοντας σαν έντομο
κλειστό σε μια κή του ζωή, σ’ ένα χρυσό,
θερινό μεσημέρι. |
HECHOS COTIDIANOS
Ella dijo: “Llévate la llave y cuando vuelvas
‒poco importa cuándo
abre y entra. Me encontrarás aquí.” Años
/enteros
pasaron. Cuando él abrió
lo primero que vio en el espejo del armario,
frente a la puerta,
no fue otra persona sino él mismo, bastante
/envejecido, con un saco gris.
¿Incluso aquí ha de esperarme como siempre? Al lado,
sobre el muro,
fijo con un clavo, un pequeño papel: “Espérame,
he ido de un salto a la frutería.” Él tomo su
/sombrero,
deslizó en un bolsillo el papel y partió
/nuevamente.
En la pared quedó brillando el clavo
como un insecto enmurado en un vida bien
/suya durante
un mediodía de oro y de verano.
|
ΕΡΓΑΤΗΣ ΤOY ΛΟΓΟY
Δούλεψε σ' όλη του τη ζωή σκληρά,
ανεπιφύλαχτα,
με θέρμη, μ’ έξαρση, σχεδόν με πίστη στην
αθανασία
και στήν αθανασία του, βέβαια. Ώσπου μιανύχτα,
φύσηξε ξαφνικός αγέρας. Χτύπησε μόνη της
η πόρτα.
Είδε τ’ αγάλματα να πέφτουν μπρούμυτα.
Κατάλαβε.
Οι λέξεις που ’χε γράψει έτσι ζεστά, χρόνια
και χρόνια,
κοκάλωσαν· τις ένιωσε κάτω απ’ τα δάχτυλά
του
σαν το στεγνό κι ουδέτερο τρίχωμα ενός ζώου
πεθαμένου.
Την άλλη μέρα, ωστόσο, συνέχισε κανονικά
τη δουλειά του
κι έφτασε να συγχέει αθανασία και θάνατο,
μέθη και λήθη,
μα ξεκαθάρισε με ακρίβεια τι ’ναι εργασία
ανάμεσα σε ματαιότητα και περηφάνια. Κι ο
χτύπος
του ρολογιού, είχε τον ήχο ενός τύμπανου μες
στη νύχτα
ρυθμίζοντας την πορεία νυσταγμένων
στρατιωτών
ανάμεσα σε δυο μάχες.
|
OBRERO DEL VERBO
Trabajó durante toda su vida,
sin reposo, ardiente y exaltado, casi seguro
/de la inmortalidad,
‒la suya, por supuesto, en primer término.
Hasta que una noche
el viento sopla de repente.
La puerta se cierra con estrépito.
Él ve las estatuas caer
y golpearse las narices contra el suelo, y
/comprende.
Las palabras que él había escrito con tanto
/celo por años y por años,
se habían endurecido.
Las sentía bajo sus dedos
como la pelambre seca y neutra de una
/bestia muerta.
Sin embargo, continuó su trabajo como de
/costumbre,
hasta confundir la muerte y la inmortalidad,
la embriaguez y el olvido.
Pero llegó a poner en claro
lo que es exactamente el trabajo entre la
/futilidad y el orgullo.
El sonoro vaivén del péndulo
tenía la resonancia de un tambor en la
noche,
como si ritmara una marcha de soldados
/somnolientos
entre dos batallas.
|
Γιάννης Ρίτσος 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.) |
*
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΜΟΡΦΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ
(Σημείωμα του Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια, που προλογίζει την αναδημοσίευση του 1984. Η μτφρ. και ο τίτλος είναι του Μπ. Ζ.)
Νικολάς Γκιγιέν, 10 Ιουλίου1901, Καμαγουέι - 16 Ιουλίου 1989, Αβάνα
Γιάννης Ρίτσος, 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα (Σχέδια, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.VIII.2015 και 10.ΧΙ.2015 ‒Μελάνια, 29 χ 21 εκ.)
Δεν συνηθίζεται, βέβαια, ένας σύγχρονος Έλληνας ποιητής να μεταφέρεται στη γλώσσα μας από έναν επίσης ποιητή. Στη δύναμη αυτού ακριβώς του ασυνήθιστου γεγονότος οφείλει η ποίησή μας σήμερα την εξαιρετική μετάφραση δέκα ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου από τον μεγάλο Κουβανό ποιητή Nicolas Guillen.
Ο Καμαγουεϊανός ποιητής και ο Μονεμβασιώτης είναι σχεδόν σύγχρονοι. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1902 και ο δεύτερος το 1909. Η λογοτεχνική τους σταδιοδρομία και η προσωπική τους δέσμευση απέναντι στο λαό τους είναι που τους καθιστούν μορφές παράλληλες.
Από τα δέκα ποιήματα που συνθέτουν αυτή την επιλογή, τα εννιά προέρχονται από τη συλλογή Μαρτυρίες και το δέκατο ‒Εργάτης του λόγου‒ από τις Ασκήσεις.
Η συλλογή Μαρτυρίες, των οποίων ο πρώτος τόμος εμφανίστηκε το 1963 και ο δεύτερος το 1966, περιλαμβάνει μια σειρά σύντομων ποιημάτων από διαφορετικές περιόδους, που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί ομαδοποιημένα σε μικρότερες σειρές με διαφορετικούς τίτλους ‒όπως για παράδειγμα, Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941), Παρενθέσεις (1946-1947), Ασκήσεις (1950-1960)‒, από όπου αυτά τα ποιήματα δημοσιεύονται εδώ (όπως προανέφερα) και, όπως αρκετά άλλα, δεν ενσωματώθηκαν στην οριστική έκδοση των Μαρτυριών.
Αυτή η συλλογή έχει μεγάλη σημασία στην κατανόηση του Ρίτσου πέρα από την Ελλάδα ‒μια επιλογή τους μεταφράστηκε στα (Les) Lettres Françaises το 1958‒ ενώ έχει εδραιωθεί η άποψη που καθιστά τον Ρίτσο μια ελληνική φωνή από τις πιο αντιπροσωπευτικές του καιρού του.
Όσο για την ισπανική εκδοχή του Ρίτσου, τολμώ να πω ότι αυτή του Γκιγιέν είναι η πρώτη. Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Bohemia της Αβάνας το 1967 (Νο31, 4 Αυγούστου, σελ. 16-19) και στη συνέχεια συμπεριλαμβάνονται στον δεύτερο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης των έργων του Γκιγιέν, Ποίηση, Τόμος ΙΙ (Αβάνα, Κουβανικό Ινστιτούτο Βιβλίου 1973, σελ. 357-363).
Ωστόσο, προηγουμένως ο Ρίτσος είχε μεταφράσει τον Μεγάλο Ζωολογικό Κήπο του Γκιγιέν (Αθήνα, Θεμέλιο 1966), ο οποίος, ας σημειωθεί, δημοσιεύθηκε επίσης δίγλωσσος στις σελίδες μας (σημ. ΜΣΑ: εννοεί το περιοδικό Erytheia ‒Ερύθεια).
Δείτε τώρα λοιπόν το πρωτότυπο ελληνικό και την αντίστοιχη γκιγιενιανή μετάφραση αυτών των απλών, σχεδόν αφηγηματικών, ποιημάτων, τα οποία τονίζουν τη σημασία ταπεινών, καθημερινών πραγμάτων και μικρών χειρονομιών, αλλά διαπνέονται από την επίμονα ανθρωπιστική γραφή του Ρίτσου.
P. Badenas
* * *
Σημειώσεις Μποτίλιας
Σήμερα, τα 9 πρώτα ποιήματα περιλαμβάνονται στην Πρώτη Σειρά της συγκεντρωτικής έκδοσης: Μαρτυρίες: Σειρά Πρώτη (1957-1963, 79 ποιήματα),Σειρά Δεύτερη (1964-1965, 110 ποιήματα), Σειρά Τρίτη (1961-1967, 40 ποιήματα, όλα με ένδειξη ημερομηνίας), Κέδρος, Νοε. 2014.
Στη Σημείωση αυτής της έκδοσης διαβάζουμε:
Οι Μαρτυρίες του Γιάννη Ρίτσου, Σειρά Πρώτη και Σειρά Δεύτερη, κυκλοφόρησαν από τον Κέδρο σε δύο ανεξάρτητες ποιητικές συλλογές, το 1963 η πρώτη και το 1966 η δεύτερη. Η τρίτη σειρά των Μαρτυριών δεν εκδόθηκε ποτέ σε χωριστό βιβλίο.Ο ποιητής περιέλαβε όλες τις Μαρτυρίες στον συγκεντρωτικό τόμοΠοιήματα Θ΄, Κέδρος 1989, τον οποίο επέβλεψε προσωπικά. Από αυτόν τον τόμο αναπαράγονται στην παρούσα έκδοση.
Οι Ασκήσεις (όπου και ο Εργάτης του λόγου) βρίσκονται στα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1939-1960, Τόμος Γ΄, Κέδρος 1981 (163 ποιήματα, χωρίς ημερομηνία γραφής τους).
Και τα δέκα ποιήματα μεταφέρθηκαν στην Μποτίλια από την έκδοση του 2014 και από τον Τόμο Γ.
Για την ιστορία να πούμε ότι πλην ελάχιστων ορθογραφικών διορθώσεων (σύμφωνα με τους επικρατούντες σήμερα κανόνες της γραμματικής) δεν παρουσιάζουν καμιά διαφορά από τις σελίδες της Ερύθειας.
Μαρτυρίες, Σειρά Δεύτερη, Δεύτερη Έκδοση, Κέδρος [1970] |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στην Αθήνα, στη Σάμο, στο Διμηνιό κορινθίας, στη Σικυώνα, στον Άγιο Κωνσταντίνο Λοκρίδος, στη Στυλίδα, απ’ τον Ιούνιο του 1964 ως το νοέμβριο του 1964. Πολλά απ’ αυτά, με μυθολογικά, αρχαιοελληνικά θέματα, ανήκουν στην ανέκδοτη συλλογή «Επαναλήψεις» και άλλα στο «Θερινό φροντιστήριο». Τελικά ενσωματώθηκαν στις «Μαρτυρίες». Ίσως κάποτε σε μιαν οριστική κατάταξη των «Σημειώσεων στα περιθώρια του χρόνου» («Ποιήματα», Α΄Τόμος), των «Παρενθέσεων» («Ποιήματα», Β΄ Τόμος), των «Ασκήσεων» («Ποιήματα», Β΄ Τόμος), των «Μαρτυριών» (Πρώτη και Δεύτερη Σειρά) και των ανέκδοτων συλλογών «Χειρονομίες» και «Μικροί Μύθοι», να πάρουν τη θέση τους κάτω από τον αρχικό τους τίτλο.Γ. Ρ.
Στην ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου(2009), στη χρονιά [1957] διαβάζουμε:
Τον Φεβρουάριο δημοσιεύεται στο περιοδικό Les Lettres Françaises (τχ. 660) άρθρο του Αραγκόν για τον Γ. Ρ. και ολόκληρη Η σονάτα του σεληνόφωτος σε γαλλική μετάφραση.
Για την πληροφορία του Μπάδενας, περί επιλογής ποιημάτων του Les Lettres Françaises από τις Μαρτυρίες δεν βρήκα κάτι σχετικό.
*
Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια ‒ Pedro Bádenas de la Peña (Μαδρίτη, 1947). Ισπανός φιλόλογος και μεταφραστής, ερευνητής του CSIC (Consejo Superior deIvestigaciones Científicas ‒ Ανώτατο Συμβούλιο Επιστημονικών Ερευνών) και ελληνιστής ειδικευμένος στην κλασική, τη βυζαντινή και τη νεοελληνική λογοτεχνία, ιδρυτής του περιοδικού Ερύθεια. Το 1994 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο μετάφρασης. Έχει μεταφράσει όλο το ποιητικό έργο του Σεφέρη και του Καβάφη, τους Μύθους τουΑισώπου, τον Προμηθέας Δεσμώτη του Αισχύλου, τα Επινίκια του Πινδάρου, τοΆσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας τουΕλύτη, τον Ύμνο και Θρήνο για την Κύπρο του Ρίτσου και πολλά έργα για το Βυζάντιο. Έχει διατελέσει διευθυντής του Ινστιτούτου Θερβάντες στην Αθήνα.
Το 2014 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών του απένειμε το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου.
Ερύθεια: Μία από τις Εσπερίδες (: Νύμφες, κόρες της Νύχτας ή του Δία και της Θέμιδος, ή του Φόρκυ και της Κητούς ή ακόμη και του Άτλαντα), μητέρα του βοσκού Ευρυτίωνα, από την ένωσή της με τον Άρη. Το όνομα της Ερύθειας είχε δοθεί στοΚόκκινο Νησί της Εσπερίας, όπου και ο τόπος κατοικίας του τρισώματου γίγαντα Γηρυόνη ‒ κατ’ άλλους μπαμπά της νύμφης‒ αλλά και τόπος παραγωγής και προέλευσης της περίφημης ποικιλίας… μήλων.
Έλληνες συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας ταυτίζουν την Ερύθεια με τη Νότια Ισπανία, και την Εσπερία με την ατλαντική ακτή της Βορειοδυτικής Αφρικής.
Σύνδεσμοι:
Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και Μπαζούκας - 4 Ποιήματα για τον Τσε - 7 για την Επανάσταση Μετάφραση - Σχολιασμός - Σχέδια, Μπάμπης Ζαφειράτος
Από Μποτίλια:
Από Μποτίλια:
* * *
Από Μποτίλια επίσης
*
Νικολάς Γκιγιέν: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα) ‒ Σχολιασμός και Επίμετρο: Τα γεγονότα μέσα απ' τους στίχους (Α' Μέρος με 47 φωτό)
*
Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και μπαζούκας (3 ποιήματα)
Ακόμα
*
Νικολάς Γκιγιέν: Αηδόνια και μπαζούκας (3 ποιήματα)
Ακόμα
Τσε Γκεβάρα: Ημερολόγιο Βολιβίας ‒ Οι στίχοι του Νικολάς Γκιγιέν μέσα απ' τα γεγονότα (Αφιέρωμα - Β' Μέρος με 118 φωτό)
καιΑρμενίζει η Κούβα στο χάρτη της
Σκέψεις και προβληματισμοί για την πορεία της σημερινής Κούβας
καιΑρμενίζει η Κούβα στο χάρτη της
Σκέψεις και προβληματισμοί για την πορεία της σημερινής Κούβας
(Για την επικαιρότητα των στίχων του Γκιγιέν)
*
*
http://zbabis.blogspot.gr/2016/06/Nicolas-Guillen-1966-Gia-proti-fora-i-epimona-anthropistiki-grafi-tou-Yanni-Ritsou-9-poiimata-apo-tis-Martyries-kai-1-apo-tis-Askiseis.html
1 σχόλιο:
Αγαπητέ φίλε
Ευχαριστώ για την αποκατάσταση και για τον κόπο σου.
Αλλά είμαι υποχρεωμένος να επανέλθω:
Το μπλογκ μου δεν είναι http://zbabis.blogspot.gr, αλλά Μποτίλια Στον Άνεμο (όπως και το δικό σου είναι ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ... ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ και όχι http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr). Το ίδιο ισχύει και για την ετικέτα σου (Μποτίλια Στον Άνεμο)
Ο σύνδεσμος του συγκεκριμένου κειμένου δεν είναι χύμα: http://zbabis.blogspot.gr/2016/06/Nicolas-Guillen-1966-Gia-proti-fora-i-epimona-anthropistiki-grafi-tou-Yanni-Ritsou-9-poiimata-apo-tis-Martyries-kai-1-apo-tis-Askiseis.html, αλλά; Μποτίλια Στον Άνεμο με τον εν λόγω σύνδεσμο ενσωματωμένον.
Λόγω επίσης της φύσης του άρθρου και της επίπονης έρευνας που προηγήθηκε,
η δεοντολογία επιβάλλει να προταχθεί η πηγή της αναδημοσίευσης.
Φιλικά
Μπ.Ζ.
Δημοσίευση σχολίου