Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

η Παναγιά της εσπέρας





Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως χάθηκε ατενίζοντας
Τα φαιά φουγάρα των καπνισμένων φορτηγήδων
Ή την ασημένια φυλλωσιά της ελιάς
Στις βραχώδεις εκτάσεις του Νότου;
Ξεχειλίζει ο λαιμός του ήλιου και ανασκάφτει
Τη ριζιμιά πέτρα των υπαίθριων βυρσοδειψίων
Ένας ιμάντας όλο αγκαθωτά σκοτάδια
Πλανιέται στον αέρα ράθυμα
Σαν βάρκα χωρίς κουπιά ακυβέρνητη
Στο ρεύμα του ποταμού αφημένη
Εξουθενωμένη η ματιά σου
Κόβεται σε χίλιες ρωγμές
Στέκει πειθήνια μπροστά στο ξεραμένο νερόλακο
Φρενιάζει αντικρίζοντας τη καυτή σκιά του απομεσήμερου

Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως χάθηκε στις μυστηριώδεις γραμμές
Μιας γιγάντιας παλάμης
Που απέτρεψε το ερωτικό αγκάλιασμα των νεροσυρμών;
Ακρωτηριασμένη η παλάμη
Ντύθηκε την αγαπημένη φενάκη των μύθων
Οι χειροπέδες σφυρηλατήθηκαν στη κάμαρα του εγκλήματος
Δυο χελιδόνια μες το φως οι χειροπέδες
Δυο χελιδόνια που αργοσαλεύουν το κεφάλι τους
Προσμένοντας τη βροχερή εποχή να τελειώσει...
Πλαγιάζεις σε σεληνιακά πετρώματα
Και σε ξεπερασμένες τοιχογραφίες ανακτόρων
Κάτασπρος με ένα φεγγάρι μαύρο μέσα στο στήθος σου
Λεπτουργήματα πλάθουν κάτω από το χοντρό χαλάζι
Τα αναστημένα χέρια σου
Λεπτουργήματα και ειδώλια της μισητής Θεάς
Παρηγορήσου στο ζωντανό ψύχος των αρμών
Που μεταμορφώνει την όψη σου
Θρηνώντας σε ερειπιώνες άυλες προσευχές
Το διηνεκές της παραφροσύνης
Δραπέτευσε από τα αλόγιστα κάλλη σου
Αρμολογημένοι οι σπόροι στο στάχυ
Τρέφουν τη μεγάλη καρδιά του ποιήματος

Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως φυλακίστηκε στην αμμώδη κλεψύδρα
Που έγνεθε τον χρόνο της αποπομπής σου;
Ήσουν τρομαγμένος
Κι ο θόρυβος από τα βήματα σου
Σκέπαζε τους πολύβουους όρμους που είχες προσεγγίσει
Στο κήπο της λύπης αγρυπνούσαν
Οι δρόμοι της οδύνης και της μοναξιάς
Οι αγριάδες με τις λόγχες τους
Σημάδευαν το νεκρό πρόσωπο σου
Άρπαξες το περίκλειστο σου όπλο και σημάδεψες
Την ένοπλη γη τη γεμάτη σαλαμάντρες
Το ρόδο των ωρών είπες
Θα φυλλορροήσει αθόρυβα
Πάνω στα φωτεινά λιθόστρωτα της μνήμης
Δεν θα καταλάβεις
Η χώρα θα γίνει πάλι όμορφη
Και η λάμπα η μυστική
Θα διεγείρει τη στάχτινη θάλασσα
Και κόκκινη θα βάψει τη στερνή μέρα των ναυαγών
Στα νησιώτικα ξωκκλήσια
Οι μικρές Παναγίες της εσπέρας
Θα αναζητούν εναγώνια
Τη καλαμένια ράχη των χαρταετών
Οι τοίχοι του ουρανού σπασμένοι
Κι οι καταρράκτες αυστηροί
Θα ανατρέπουν τις ισχνές μορφές των φοινικόπτερων
Η Παναγιά της εσπέρας με τα σμαραγδένια μάτια
Αναπολεί το θείο ρόδο των ωρών
-Αναγόρευση θεική-
Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Στο ψιχάλισμα του κύματος θα σε ανταμώσω!











2 σχόλια:

ποιώ - ελένη είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ Στρατή μου

φιλί

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...

γλυκιά παρηγοριά της ποίησης..