Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Έκτωρ Κακναβάτος


ΑΥΤΟ ΝΑ ΠΕΙΣ
Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι
για μερικούς οι φωνακλάδες
και γι’ άλλους πολυεδρικοί
σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας
και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους
απ’ τα δένδρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια
κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.
Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ
σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,
μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,
εσύ, εγώ
μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.
Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,
σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,
μην ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους
κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο
πίσω από ’να δίτροχο
εγώ, που μου πήρανε την Βρισηίδα.
Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα
πες για το τίποτα στο έτσι,
ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη
ίσα να δω που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο
γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.
Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός
σαράντα οργιές του βάθους που κύλαγε ίσα πάνου
μόνο σα ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.
Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε
και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί
οι φωνακλάδες
οι διεφθαρμένοι.
Οδός Λαιστρυγόνων (1978)
ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΡΑΤΣΑ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΥ
Πρώτον: σε θέλουν ακίνδυνη και να ξεχνάς
και ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
από τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μεσ' στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις φτύσ' τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
ΤΕΣΣΕΡΑ ΦΟΝΙΚΑ
Ι.
Πριν ο λίθος
Πριν γίνει πέτρα ο λίθος
Μη έχοντας ακόμα πει απεταξάμην
Μη ακόμα τρίχωμα πάνω του η θάλασσα
Πριν να γίνει
Θυμήσου τί αστροφεγγιά η μήτρα
τί αράγιστος ο ζόφος της ως αλεκτρύων
σαν που ήτανε να πέσει πάνω στο σπαθί του
ο Αίαντας ή μετά που μιναρέδες
υμνούσανε ισλαμιστί το ύψος
Η φωνή σου
επωάζονταν που την άγγιζε ο ίσκιος του
ή που άκουε το μήκος του του άνεμου
ακάθεκτο εντός της κι ελόγου της ν’ αναπηδά
όροφος πάνω σε όροφο μ’ ορθωμένη τρίχα
ή γάλα που είδε φίδι.
ΙΙ.
Θυμήσου της γαληνοτάτης λογικής τα ιστία
Τα ρίγη των κολπώσεών της οχιές και μπουγαρίνια
Θυμήσου τις δρομάδες του νερού
ανεύθυνες για τη θυμηδία των καμπύλων
τη γεωμετρία καβάλα σε ελέφαντα
να κατεβαίνει τ’ Απέννινα τα παράθυρά της άδεια
θυμήσου ακόμα τον αυτόχειρα εξώστη εμένα
να σωριάζομαι σε ορθοστασίες ή καπνός
ν’ ανεβαίνω από κρεματόρια ονείρων
να διανοούμαι της ευθείας την ευλάβεια χίλια τόσα μίλια
ή το αμπέχονο που πέταξα ακούγοντας τη σιωπή μου
να σχίζει τον αγέρα στο Ελ Πάσο
ή της σαρκοφάγου σου κόντε Διονύσιε την δρόσον.
ΙΙΙ.
Θυμήσου οι τέσσερις
πάνω στις σέλες τους στητοί κι αξούριστοι
Τα καπέλα τους ριχτά χαμηλά ώς τη μύτη
Μόνο τα καπούλια των φοράδων τους να σειούνται
Τα πιστόλια τους ζεστά
έχοντας μόλις καθαρίσει με τον βόιβοντα
δώδεκα μολύβια φυτεμένα στην κοιλιά του
πάνω στις σέλες τους οι τέσσερις:
Ιωάννης του Σταυρού
Σαιν Ζυστ της Λαιμητόμου
Παπαφλέσσας της Παραφοράς
Βλαντίμιρ Ίλιτς του Σμόλνυ
Τραβώντας δυτικά καταπάνω του του ήλιου
Δρόμοι που άγιασε ο λύκος.
IV.
Πριν ο λίθος
Πριν γίνει πέτρα ο λίθος
πάτα γκάζι τιμόνι όλο αριστερά
μπαίνομε στις πολύχρυσες Μυκήνες
κάποιες πέτρες που περίσσεψαν του Δευκαλίωνα
τώρα οι ξεναγοί
τις δείχνουν· φρίκη...
Ο ουρανός το γύρισε αιμομίχτης
Οι κρόκοι μούσκεμα του κυανού ιδρώτα
ξοδεύουνε το τάλαντο της συνουσίας
Ευδαίμων κροταλίας κακαρίζει κάτω απ’ τα χαλίκια
Όλες οι γενιές είναι του λίθου
και μόνο ο οίνος όχι
καθότι περιστέρι.
Κιβώτιο ταχυτήτων (1987)

Δεν υπάρχουν σχόλια: