7.
Από παιδί στο ποίημα με τιμώρησαν
να φέρνω του πραγματικού φαρμάκι ως τη γλώσσα
με μια σκιά απ’ το λεξιλόγιο του κάτω κόσμου
Και τέντωνα του αγγέλου λαιμό τα μεσημέρια
ξιπόλητος μες στις αυλές
να προεκτείνω κάτι ελάχιστο του αίματος
μ’ ένα τετράδιο άγραφο στα γόνατα
και τις μακρινές γιορτές των παιδιών
να φέρνω του πραγματικού φαρμάκι ως τη γλώσσα
με μια σκιά απ’ το λεξιλόγιο του κάτω κόσμου
Και τέντωνα του αγγέλου λαιμό τα μεσημέρια
ξιπόλητος μες στις αυλές
να προεκτείνω κάτι ελάχιστο του αίματος
μ’ ένα τετράδιο άγραφο στα γόνατα
και τις μακρινές γιορτές των παιδιών
Μαζί μου τ’ όμορφο κορίτσι από απέναντι
δυο καλοκαίρια κιόλας πεθαμένο.
δυο καλοκαίρια κιόλας πεθαμένο.
13.
Θα κλάψεις πάλι όπως τότε• που κρεμασμένος στην τανάλια
της μαμμής από τα πόδια• και με το λίπος του παραδείσου
ακόμα στο δέρμα• Ο πρώτος ουρανός ένα καφέ μωσαϊκό•
κι ο αέρας ο πρώτος• ερεθισμένο κέντρο του μυαλού απ’ το
διοξείδιο• Κόσμε, κόσμε• μεσ’ απ’ την πρώτη ευκινησία της
κραυγής ο θάνατος.
της μαμμής από τα πόδια• και με το λίπος του παραδείσου
ακόμα στο δέρμα• Ο πρώτος ουρανός ένα καφέ μωσαϊκό•
κι ο αέρας ο πρώτος• ερεθισμένο κέντρο του μυαλού απ’ το
διοξείδιο• Κόσμε, κόσμε• μεσ’ απ’ την πρώτη ευκινησία της
κραυγής ο θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου