Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Δευτέρα 13 Μαΐου 2019
Διάψευση
Μου το είπαν δυο αρχάγγελοι
πως βιγλάτορας είσαι των σύννεφων.
Εσύ στέλνεις την καλή βροχή, τις αστραπές,
το άγριο μπουμπουνητό που κουρδίζει
τις ράγες των τρένων με μπάσες νότες.
Σε παρακολουθώ κάθε που πιάνει να βρέχει,
κάθε που πιάνει να χιονίζει αθώα καρφάκια.
Πεντόβολα παίζω με τις αδερφές σου.
Κερδίζω, χάνω, δεν επιμένω.
Αφήνομαι στη χαρά του παιχνιδιού.
Αφήνομαι σε εσένα.
Να με δροσίζεις.
Να μου ξεπλένεις το δάκρυ.
Να μου χαρίζεις τόπο να ανθώ και να ψηλώνω
Λουλούδι μοιάζω, αγριοτριανταφυλιά
που στα μάτια σου παράξενα αναρριχώμαι.
Δεν έχω να πάω πουθενά.
Μου έλειψαν οι στράτες,
μου έλειψε το ελευθέρας της καρδιάς σου.
Κάθε που βρέχει λοιπόν,
αρχηγό μου σε ορίζω.
Μπαμπακένιες φοράω κάλτσες και βγαίνω στον κήπο.
Αγαπώ την υγρασία,
τις δακρυσμένες ορτανσίες,
τα μεστά πιο καιρού φραγκόσυκα.
Βγάζω το καπέλο μου και μαζεύω πεντέξι.
Αυτό το γεύμα μου.
Αυτή η κανάτα με τα αρχικά σου.
Αυτά τα βιβλία που ξεχώρισα να σου διαβάζω
-κάτω από τον ήχο της βροχής- στο άδειο σου προσκεφάλι.
Τίποτα δικό σου δεν πέταξα.
Εδώ η κορνίζα σου, εδώ το λαμπατέρ σου,
εδώ και τα δίδυμα φεγγάρια που μου χάρισες έναν Αύγουστο μήνα.
Όλα τακτοποιημένα, όλα στο "περίμενε".
Το κοστούμι σου, τα βερνικωμένα σου παπούτσια,
οι άθικτες κάλτσες σου.
Δεν ξέρω αν σε περιμένω κι εγώ το ίδιο.
Δεν ξέρω αν θα 'ρθεις.
Ένα μόνο γνωρίζω:
Πως δίχτυα 'γίναν τα χέρια μου
και μέσα τους φυλάνε τα λόγια σου που ψιθυριστά είναι κοχύλια.
Παλεύω να τα ξεκολλήσω.
Τη σάρκα τους να αγγίξω, τα καταφέρνω.
Ξαναγεννιέμαι.
Περιπολώ κάτω από τους φανοστάτες τα σπουργίτια.
Δεν με βλέπεις, όσο κι αν τα μάτια μου σπιθίζουν.
Μόνο με ακούς και κρυφογελάς στο λυτρωτικό "σ' αγαπώ" μου.
Τι τα θες, καιρός να μπω στο πλεούμενο.
Καιρός να ξενιτευτώ.
Έχω πολλά δικά μου έρημα σπίτια
και ένα χάρτη μη και μας ξεφύγουν τα μυστικά περάσματα.
Όρθιος σαν κυπαρίσσι να μείνει ο στύλος της μνήμης
σαν τη ψηλή μουριά μπροστά στη μάντρα του χασάπικου
με τα κρεμασμένα αστραφτερά μαχαίρια στα ζερβά.
Τι κι αν πουθενά δεν χωράς, εγώ δακτυλίδι θα σε φορώ
στο μεσαίο δάκτυλο.
Μπορώ στα ουράνια μπαλκόνια να ανεβώ για χατήρι σου.
Χώμα σου να γίνω αφράτο,
εκεί να σχεδιάζεις αχνά τους χρόνους της απουσίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου