Κάπου, κάποτε τα χέρια
ρημάζουν
σαν γυμνά κλαδιά ξεκολλούν απ΄το σώμα
ηττημένα απ΄τη ρίζα τους
με φλούδα κρύσταλλο
στο φως δεν ξημερώνουν.
ρημάζουν
σαν γυμνά κλαδιά ξεκολλούν απ΄το σώμα
ηττημένα απ΄τη ρίζα τους
με φλούδα κρύσταλλο
στο φως δεν ξημερώνουν.
Κάπου, κάποτε τα χέρια
αποδημούν
ψαλιδίζοντας τους φράκτες
που μόνωσαν τον ουρανό
πετάνε ξυστά στο ανεκπλήρωτο
κι αναλίσκονται σε σύννεφο
αποθηκεύοντας αιώνες βροχής.
αποδημούν
ψαλιδίζοντας τους φράκτες
που μόνωσαν τον ουρανό
πετάνε ξυστά στο ανεκπλήρωτο
κι αναλίσκονται σε σύννεφο
αποθηκεύοντας αιώνες βροχής.
Άλλοτε συνέρημα τα χέρια
πλην ευδαιμονικά
στις άκρες ανεγερμένων τόπων
αναγαλλιάζουν
τρεμοπαίζοντας μικρά μικρά φωτάκια
για να μην χάνεται η θάλασσα
κι η μνήμη που εμβόλισε
τα έρμα του ανθρώπου.
πλην ευδαιμονικά
στις άκρες ανεγερμένων τόπων
αναγαλλιάζουν
τρεμοπαίζοντας μικρά μικρά φωτάκια
για να μην χάνεται η θάλασσα
κι η μνήμη που εμβόλισε
τα έρμα του ανθρώπου.
Όταν τα χέρια
όψιμα ανθοφορούν
ραβδοσκοπούν το χωράφι τους
παραχωρούν γη και ύδωρ
για να συνυπάρξουν μ' άλλα χέρια
κάπου, κάποτε.
όψιμα ανθοφορούν
ραβδοσκοπούν το χωράφι τους
παραχωρούν γη και ύδωρ
για να συνυπάρξουν μ' άλλα χέρια
κάπου, κάποτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου