ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. Σ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
Α'. HAMPSTEAD
Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα
που θα 'χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδεψει
σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει
τον αγέρα και τη φουρτούνα
πέφτει το βράδυ।
Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι
γυμνοί σαν ατσάλι,
πέφτει το βράδι χλωμό·
οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι
μάζεψαν τα φτερά τους και γένηκαν
ένα σκυλί
ξεχασμένο
που γαβγίζει
μοναχό
και γυρεύει τον αφέντη του
ή τη δευτέρα παρουσία
ή ένα κόκαλο
।Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου 'φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου 'φτάνε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου 'φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ' ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβέρνα χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει।
Θα 'πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ' αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα 'πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα 'χα
ούτε ένα κερί ν' ανάψω,
φως,
να διαβάσω।
Β'. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Ο κύριος αυτός
κάθε πρωί κάνει το λουτρό του
μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας
έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
για τη δουλειά και για τους πελάτες।
Γ'. ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ
Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες
μας πήρε ο ύπνος μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγαν φωνάζοντας
«Γιου! Γιου! Πουουου... παξ!»
βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν।
Δ'. ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε।
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές।
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς καί της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές।
Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει।
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια)।
Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής
μέσα στο κορμί σουτη νύχτα εκείνη του Άι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια
Ε'. ΝΙΖΙΝΣΚΙ
Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ' αναμμένα κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αυγό. Τράβηξε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα. Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογίζομαι επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά-σιγά τα χέρια του άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Από που μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα 'λεγες πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν αδέξια, παλαβά, με ορμή· χτυπούσαν πάνω στους τοίχους της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνάνε το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει. Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί μου σαν κυκλοφορία. Όταν τελείωσε να υψώνει τα χέρια, όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα ξαφνικό πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε μονοκόμματα μ' έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι, έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε, κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί του, τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος. Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα, ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. Άνοιξα τα μάτια. Τον είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλένια σφαίρα, στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του, σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξαναζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν, σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα, από το παράθυρο, που, δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ανοιχτό. Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε· πάνω από το πορφυρό κορμί, θα 'λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλαματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους μυκηναϊκούς τάφους, μ' ένα μυτερό γένι που άγγιζε την τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σα να είχαν σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο, με κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια, το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ' αυτιά. Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του την πρώτη, θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ' ένα βιβλίο πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο. Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα. Τα 'κλεισε. Έκανε να σηκωθεί, μα θα ήταν τρομερά δύσκολο, γιατί φαινόταν ν' αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα τρομερά χλωμό, προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα μαλλιά σαν πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά σε μιαν αγωνία, είχα το συναίσθημα πως ήμουνα καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει.
Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα που είναι ζωγραφισμένη πάνω στο χαλί μου.
Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
1.
Μα τι έχει αυτός ο άνθρωπος;
Όλο το απόγεμα (χτες προχτές και σήμερα) κάθεται με τα μάτια καρφωμένα σε μια φλόγα
σκόνταψε πάνω μου το βράδυ καθώς κατέβαινε τη σκάλα
μου είπε:
«Το κορμί πεθαίνει το νερό θολώνει η ψυχή
διστάζει
κι ο αγέρας ξεχνάει όλο ξεχνάει
μα η φλόγα δεν αλλάζει»
।Μου είπε ακόμη:
«Ξέρετε αγαπώ μια γυναίκα που έφυγε ίσως στον κάτω κόσμο· δεν είναι γι' αυτό που φαίνομαι τόσο ερημωμένος
προσπαθώ να κρατηθώ από μια φλόγα
γιατί δεν αλλάζει»
।Ύστερα μου διηγήθηκε την ιστορία του।
2। Παιδί
Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;
μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί·
έτσι γνώρισα το κορμί μου।
3। Έφηβος
To καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη φωνή μέσα στ' αυτιά μου
ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκκινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, σκελετός
δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την ακοή μου πάνω στην άμμο
η φωνή χάθηκε
μα ένα πεφταστέρι
σα να 'βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι
και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου
।Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων
।Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο·
συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ' ακρογιάλινα μάθω πρώτα τ' ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο·
την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή
είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι
μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε βελόνες, πάντα σιωπηλή
μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα
την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω·
έτσι ξέχασα τη θάλασσα
।Μια Δευτέρα του Οχτώβρη
βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι
η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ' ένα μαύρο φουστάνι αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια
όταν τη ρώτησα:
«Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο κόκορα στα θεμέλια... που να βρεθεί μαύρος κόκορας εδώ - πέρα... μονάχα άσπρα κοπάδια... και τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά»
।Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο
έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα।
Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Άι-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει।
4। Παλικάρι
Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα
ήμουν καλά
στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη γοργόνα
τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια της κοιτάζοντας τα χελδονόψαρα,
στη φουρτούνα τρύπωνα σε μια γωνιά στ' αμπάρι μαζί με το καραβόσκυλο που με ζέσταινε
।Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες
ο ναύκληρος μου είπε:
«Είναι η Αγια-Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες»
।Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες
εκείνες που διαλέγουμε, μάλιστα
।Ήταν ένας περίεργος τόπος
ένα περιβόλι με δυο καρυδιές μια δράνα ένα πηγάδι
τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην άκρη
ένα αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου»
।Τότες είδα για πρώτη μου φορά μια καρδιά
τρυπημένη με τη γνωστή σαΐτα
ζωγραφισμένη στον τοίχο με κάρβουνο।
Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα
πεσμένα χάμω
κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη
κι έκανα ένα βήμα να πάω πίσω στο καράβι
।Τότες ο ναύκληρος μ' άρπαξε από το γιακά και με πέταξε μέσα στο πηγάδι·
το ζεστό νερό και τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα...
Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος:
«Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες»।
Και τ' αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου»
।Θυμήθηκα τη σπασμένη στάμνα μέσα στο δροσερό απομεσήμερο και συλλογίστηκα·
«Θα πεθάνει κι αυτή, πώς θα πεθάνει;»
Της είπα μονάχα
«Πρόσεξε θα το χαλάσεις είναι η ζωή σου»
।Το βράδυ στο καράβι δε βάσταξα να σιμώσω τη γοργόνα,
τη ντρεπόμουνα।
5। Άντρας
Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους—σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ। Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ' ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ' έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία...
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε।
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη।
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε
।Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη
।Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας।
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα 'ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ' έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.
Ποιος θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μου έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ' όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν' ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ' ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου...
Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο।
Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ»
Δευτέρα
Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται
ένας λαός τυφλών και τ' ασφοδίλια σκύβουν
μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής
।(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα
κλεισμένα στη ζέστη
।Αρκείτω βίος)
।Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα
ραχιτικοί φωνογράφοι
τρύπιες φυσαρμόνικες
αρμόνια γονατισμένα·
να 'χουν πεθάνει;
Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα
κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι' αυτό λέω πως κοιμούνται
।Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα
το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα
κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;
οι τυφλοί κοιμούνται,
οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους
τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση
κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει
πότε θα στερέψει
।Κοιτάζω το ποτάμιαν
άλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο
τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·
λυπήσου εκείνους που περιμένουν
।Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα।
Τρίτη
I went down to St James Infirmary(BLUES)
Χάθηκα μέσα στην πολιτεία
।Τα περιβόλια τα σκεπάζει το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα।
Δρόμοι τυλίγοντας διαφημίσεις।
Κάθε άνθρωπος περπατά χωρίς να ξέρει
αν άρχισε ή αν τέλειωσε
αν πηγαίνει στη μητέρα του στην κόρη του ή στην ερωμένη του
αν θα δικάσει ή αν θα δικαστεί
αν θ' αποδράσει, αν έχει διαφύγει·
δέν ξέρει
।Κάθε γωνιά κι ένα κατάστημα γραμμοφώνων
κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα
κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι
και σε κάθε δίσκο
ένας ζωντανός παίζει μ' έναν πεθαμένο
।Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισέ τους
αν μπορείς।
Μα ποιος ποιητής· θυμάσαι ποιος ποιητής
δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα
στις ραφές τ' ανθρώπινου κρανίου;
Θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο;
Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη
τα μάτια του έπαιζαν μέσα σε μαύρους κρίκους
ήταν χλωμός και δυο βαθιές ρυτίδες
τυλίγανε το μέτωπό του। Μήπως όμως
ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν
η αμίλητη Αντιγόνη με τους ώμους
τους λυγισμένους πάνω από το στήθος;
Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες
έκλαιγε κάθε αυγή για το παιδί της।
Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο
।Όλα κλειστά। Για ποιον ήταν δεν ξέρω।
Χάθηκα μέσα στην πολιτεία
κανείς δε θα μετακινήσει το νοσοκομείο
γεμάτο ανάπηρα παιδιά που γνέφουν
σ' εμένα ή σ' άλλους που μ' ακολουθάνε
।Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα
βαραίνουν ερωτεύουνται και σμίγουν
αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν
στην εξοχή μ' ολόξανθα ζευγάρια
προραφαηλιτικά λιγάκι εξατμισμένα।
Την άνοιξη του '23 στο λουτρό της
πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι·
τη βρήκανε μέσα στ' αρώματα νεκρή
και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει
।Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο
με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια।
Τετάρτη
— Γιατί δε βραδιάζει;
— Κοίταξε αν θέλεις, κάπου θα βγήκε το νέο φεγγάρι।
— Όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις
κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν
οι ματιές γράφουν ένα κύκλο στενό
που δεν μπορεί να σπάσει
।Αν γεννηθεί κάποιος ο κύκλος θα πλατύνει
αν πεθάνει κάποιος ο κύκλος θα στενέψει
αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο
।Κι οι τέσσερεις άλλες αισθήσεις ακολουθούνε την ίδια γεωμετρία
।Αν αγαπούσαμε θα 'σπαζε ο κύκλος,
θα κλείναμε τα βλέφαρα μια στιγμή।
Αλλά δεν μπορούμε ν' αγαπήσουμε।
Ήταν ώραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες που να κοιτάζεις
κι όταν είπες να φύγουμε γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει,
γύρισες και με κοίταξες στα μάτια και μια νυχτερίδα
πέταξε γράφοντας τρίγωνα...
Ξανάρχισε πάλι το γραμμόφωνο।
Οι νυχτερίδες οι δικές μας τώρα
γράφουνε κύκλους που στενεύουν όσο πετάνε
από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, στον άλλον άνθρωπο
κανείς δεν ξεφεύγει
κι η ζωή είναι πλούσια γιατί είμαστε πολλοί
κι όλοι μας ίδιοι
κι η ζωή είναι πλούσια γιατί βρήκαμε τελειοποιημένα μηχανήματα
όταν οι αισθήσεις παρακμάζουν
।Αδέρφια, μοιραστήκαμε το ψωμί και τον πόνο
।Κανένας δεν πεινά, δεν υποφέρει πια κανένας
κι έχουμε όλοι μας το ίδιο ανάστημα। Κοιτάχτε μας!
Σας κοιτάζουμε। Κι εμείς! Κι εμείς! Κι εμείς!
Δεν είναι τίποτε παραπέρα।
— Όμως τη θάλασσα
δεν ξέρω να την έχουν εξαντλήσει।
Πέμπτη
Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές
κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου
κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου
κάποτε μόνη της, γυμνή·
έτσι έζησε κοντά μου।
Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα
και περιμένω।
Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική
όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα
που καθώς λένε τα 'χουμε ξεπεράσει·
κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί
δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)
σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει
μια νύχτα κοντά σ' ένα πεύκο·
γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα
μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά
πίνοντας απαλά την πίκρα τους,
κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια
πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου
।Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά
σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα
ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΤΥΡΑΝΝΟΣ, GLORIA MUNTI
πέρασαν κάτω από τα γιοφύρια πέρα απ' τις καπνοδόχες
με δυο σκυφτούς ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμη
γυμνούς ως τη μέση·
πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα στην πρωινή καταχνιά
μόλις ξεχώριζαν τ' αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας ούτε
τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ' τον ποταμό
που περιμένει·
μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό
στεκάμενο και χωρίς αίμα
και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά
κάτω απ' τον πύργο τον αλλήθωρο
ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι
δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος।
«Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά
।Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά»
।Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού·
το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημά σου।
Παρασκευή
Από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσό τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα।
Σάββατο
— Δεν ξέχασα τίποτε
όλα είναι στη θέση τους ταχτοποιημένα κατά σειρά περιμένοντας το χέρι να διαλέξει
μόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια
μήτε τον τόπο που γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος
μήτε τις πρώτες εντυπώσεις
εκείνες που θυμάται στην πέμπτη πράξη
στην κορυφή της δυστυχίας
।Όλα τ' άλλα, να τα, κατά σειρά:
οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα
και τα ενδιάμεσα
τα φορέματα με τις βόλτες έτοιμες να κινηθούν
τα παραπετάσματα, τα φώτα
τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας
το φαρμάκι και το μαχαίρι
।Μέσα σ' αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη,
αν τ' αφουγκραστείς θα την ακούσεις πως ανασαίνει·
πρόσεξε μην τ' ανοίξεις προτού σφυρίξουν οι Ευμενίδες
।Μέσα σ' αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού
και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής·
πρόσεξε μην τ' αναμίξεις,
και σ' αυτό το συρτάρι το πουκάμισο του Νέσσου
(πέμπτη πράξη, σκηνή τρίτη)
τα λόγια τα θυμάσαι που αρχίζουν:
Αρκείτω βίος! Ιώ! Ιώ!
Εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι
και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ανομία,
αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων
θα σ' ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου
।Εμπρός! Προβολέα! Καλή τύχη!
—Μια στιγμή, ποιος θα είμαι; ποιον θα σκοτώσω;
κι οι άνθρωποι τούτοι που με κοιτάζουν
πώς θα πιστέψουν πως η δικαιοσύνη με προστατεύει;
πώς θα πιστέψουν;
Ω να μπορούσαμε ν' αγαπήσουμε
τουλάχιστο σαν τις μέλισσες
όχι σαν τα περιστέρια
τουλάχιστο σαν τα κοχύλια
όχι σαν τις σειρήνες
τουλάχιστο σαν τα μερμήγκια
όχι σαν τα πλατάνια...
μα δεν τους βλέπεις, όλοι τους είναι τυφλοί!
Οι τυφλοί κοιμούνται...
—Θαυμάσια, μπορείς να εξακολουθήσεις।
Κυριακή
Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο, εξω από το παράθυρο μου στο δρόμο
αυτός ο θόρυβος।
Σε λίγο θα 'χει νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα।
Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι।
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου