Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά
σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο,
και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή
που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέντρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα
στην καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας
μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το
μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας
λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του
σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια
τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη
Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλα-
σμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα
χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος
Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει
Τρίλια της Παράδεισος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου