ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά
κατέβαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο
Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά
Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια
κι οι γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της
το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα
να τα προφτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε
στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου