Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά
να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό
και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες
Όμως τιποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά
χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια
Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε
να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα-
θεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι-
νε ως το βλέφαρο να πεταρίσει
ʼι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό
κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών
κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης
Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί
κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί
Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου