Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΟΝΕΙΡΟ

Ένα μικρό σε μια κούνια έιναι πεθαμένο.

Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται από πά-

νω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το ση-

κώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο

αρχίζει να περπατάει.

— Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει.






ΗΣΥΧΑΣΤΕ

Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,

είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου.

«Τον αγαπημένο μας φίλο…» έγραφε.

Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς.

Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά.

Σ’ όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που

γράφαν:

«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».

Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.

Καθοταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα

βούρτσιζε τα ρούχα του.

— Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.

— Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.

— Ησυχάστε

— Ησυχάστε

— Ησυχάστε






Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ένας κρύος αγέρας φύσηξε μέσ’ απ’ τα πρόσωπα του Μεγά-

λου Καθρέφτη μου. Τα πήρε ύστερα ο ήλιος κι ησύχασαν

Είναι μέσα στον καθρέφτη, ζωντανοί μαζί και νεκροί: Εγώ

ο Κάφκα, μια μεταβυζαντινή αγία κι ο Ντύλαν Τόμας.

Ο Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, έβγαλε μια κραυγή κι έσκασε

με κρότο. Οι στίχοι του όμως μείναν ανέπαφοι, ωραίοι, μα-

ζί με τους δικούς μου αγκαλιάζονται. Ο Κάφκα έβγαλε μέσ’

απ’ τα μάτια του δυό ψάρια και δυό αναμμένα κάρβουνα.

Τα πέταξε κατ’ επάνου μας για να μας κάψει.

Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που

γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της.

Στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάβολος

και ησυχάζουν.






LYNNE

Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαιμονισμένα

πορτοκάλια;



στον Πόρο

βρέθηκε

η Lynne

ένα κορίτσι

από την γηραιά Αλβιόνα

όμως ξαφνικά έκλεισε το μπαρ

βλέπω όνειρα φριχτά

στον Πόρο

μπαρ και μπαράκια

και τα κουμπαράκια.

Αν δεν βρει αλλού δουλειά

η Lynne

θα γυρίσει πίσω

στα ζώα και τα θηρία της

και την αγαπώ

Lynne, Lynne,

πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος

Πόρος, θερμοκρασία 43o

κάτι το πρωτοφανές!



και τότε καληνύχτα σας.






ΤΑ ΝΗΣΙΑ

Ο Έρωτας είναι ο θάνατος

καθώς περιμένω μέρες και μέρες

για να γυρίσεις

έτσι που τριγυρίζεις τα νησιά

νησιά θανάτου καθώς περιμένω

τόσες ημέρες κι ώρες θανάτου

για να γυρίσεις

γιατί έρωτας είναι ο θάνατος

απ’ του θανάτου τα νησιά

να ξαναρθείς.






ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη



Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987

είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987

ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!

σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…

Ά! ναι είναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Διονύσιος Σολωμός

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Νίκος Εγγονόπουλος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Μπουζιάνης

πόσα ο Σκλάβος

πόσα ο Καρυωτάκης

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα

πέρασε ο Σκαλκώτας

πόσα

πόσα

Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.






ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ

Ο αδύνατος ευγενικός κύριος

με το βυσσινί πόδι

φαίνεται πολύ ευτυχισμένος

αντίθετα με το κοριτσάκι

που κλαίει διαρκώς

γιατί η μαμά του δεν του αγοράζει

το μικρό ανεμιστηράκι·

κι εγώ πελιδνός ποιητής

«πράσινος ήλιος

τα δέντρα καίνε»

κάποτε θα περπατήσω

επί των υδάτων

όπως ο Ιησούς Χριστός.

Όμως επί του παρόντος

είμαι πολύ κουρασμένος

και σας Χαιρετώ

πέρα-για-πέρα

όπως ο Καραγκιόζης.






από τη συλλογή ΕΚΤΟΤΕ (1996)



Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

μνήμη Άρη Κωνσταντινίδη



Βάδιζα κατά μήκος της ακτής

μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό

τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά

κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία

μια δύναμη μ’ έσπρωχνε να κάνω στροφή

ν’ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα

μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα

κύματα

και η ψυχή μου ήταν νεκρή.



Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα

σύννεφα.

η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια

ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου



κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.






ΙΟΥΛΙΟΣ 1999

– Έ, Μάρκο Πόλο

μου φώναξε τότε «ο Χριστός»

άδεια η Φωκίωνος Νέγρη

μονάχα εμείς οι δύο

είχαμε μείνει

και τα σκυλιά.






Η ΜΗΤΕΡΑ

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν

γεμάτοι ερείπια· μοναχά τοίχους πεσμένους και

πέτρες έβλεπες· κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.

Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.

Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,

με πήρε απ’ το χέρι και βρεθήκαμε σ’ ένα

συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.

Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά…

Κι αυτή: Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.






ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Καημένε Νίκο

τί ζωή ήταν κι αυτή

κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες

οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου

όμως εσύ καλά έκανες

έπινες τα ουζάκια σου

κι όλους αυτούς τους μούντζωνες

και πριν να φύγεις

πρόφτασες κι αρπάχτηκες

από ένα κάτασπρο σύννεφο

από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό

κοιτάζεις

την αθανασία σου.




ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ

Στο καφενείο

έρχεται ο χοντρός νονός μου

με τις λίρες

Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει

γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου

που περίμενα.

Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου

— Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.






από τη συλλογή ΑΝΑΠΟΔΑ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ (1998)



Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ

Κάθε χρόνο

κατά το μήνα Αύγουστο

εισβάλλει στο προαύλιο

του Μοναστηριού του Πόρου

η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού

πετάει από πέτρα σε πέτρα

τα παιδιά προσπαθούν

να την πιάσουν

αλλά δεν το κατορθώνουν

είναι η Άγια-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου

πετάει από πέτρα σε πέτρα

μόνο για λίγες μέρες

κι ύστερα χάνεται

για να ξαναεμφανιστεί

πάλι τον άλλο Αύγουστο

η Άγια μαύρη-Πεταλούδα

του Μοναστηριού του Πόρου…






Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ

Γέλασε

ο μαύρος κόκορας

όταν του είπαν

πως θα τον σφάξουν

όταν όμως ήρθε η ώρα

η κακή του ώρα

έκλαψε ο μαύρος κόκορας

έκλαψε ο μαύρος κόκορας




Ο ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ

Ο θλιβερός γάμος που δεν έγινε

αναποδογύρισαν τα βάζα

σπάσαν τα λουλούδια

τα στέφανα πήραν φωτιά

και τα πετροβολήσαν με κουφέτα.






ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρω

Πέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τους

τοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζονταν

και είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου.

Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό,

και νά, ξαφνικά βρέθηκα

μπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμη

όρθιο.

Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και

καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη

πόρτα του σαλονιού, είδα το Χριστό,

μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα

στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.

Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,

έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.




Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Όλοι κοιμούνται

κι εγώ ξαγρυπνώ

περνώ σε χρυσή κλωστή

ασημένια φεγγάρια

και περιμένω να ξημερώσει

για να γεννηθεί

ένας νέος θεός

μες στην καρδιά μου

την παγωμένη

από άγρια φαντάσματα

και τη μαύρη πίκρα.






ποιήματα που έστειλε η Ε.Ε. (και δεν είναι γνωστό από ποιά συλλογή είναι)

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.






Ο ΑΓΙΟΣ

Τρελά ποντίκια
ροκανίζουν το χλωμό μυαλό του
όλο λέει να πάρει ένα αυτοκίνητο

να πάει

στον τόπο που έζησε ο έρωτάς του
όμως πάντα στο ίδιο μέρος μένει
γιατί τρελά ποντίκια έχουν ροκανίσει
το χλωμό μυαλό του.






ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ

Αυτά τα αιματώδη γαρίφαλα
που στολίζουν το γραφείο μου
μου θυμίζουν το αίμα που έβγαζα
στα νιάτα μου
όταν άλλοι πολεμούσαν
και άλλοι γλένταγαν
στην καταραμένη χώρα.






ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Ξάφνου μια ομάδα μαύρων σκύλων
όρμησε πάνω στη σκηνή.
- Αυτό δεν το 'χαμε προβλέψει, ούρλιαξε
πανικόβλητος ο θεατρίνος.






Η ΛΗΜΟΝΗΣΜΕΝΗ (6ο μέρος)

Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε
η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε
η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε
η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε
η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε
η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε
η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε
η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξαστόχησε
η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε
η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε






Ο σταθμός

Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ' ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπείο
και περιμένω ένα τραίνο.

Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νάρθη
τραίνο σ' ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ' ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!






Ποιήματα (1945-1971)

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακoλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς.






(με άγνωστο τίτλο)

«Tον έστησαν εκεί όπου φυσάει ο πιο άγριος άνεμος
τον έταξαν στις παγωνιές
του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
και μια γραβάτα κόκκινη
έναν μαύρο ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
μαύρα γυαλιά...» .






Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.

Μακάρι να βρει πέννα και χαρτί εκεί που πάει.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: