Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ,

Τα Γράμματα

Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα

έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη

θάλασσα

στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο

κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν

στον αφρό

κι ο καπετάνιος ζωντανός

κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε



είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα



και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού

ο πατέρας μου και η μητέρα μου

κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε



τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να

τα διαβάσουν

έχουν ξεχάσει να διαβάζουν

λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον



και συ μου είπες ψέματα

στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού

κρανίου με ξεγέλασες

γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα

και με πιστέψατε



κατάρα με τις εφτά σκιές



πάντα θα γράφω ποιήματα








Σαν Πανηγύρι

*



Η Κυρα-Λένη όλη μέρα τραγουδάει

δεν το καταλαβαίνει ότι κλαίει



*



Κάθε βράδυ η μάννα μου

με ταΐζει χώμα

έγινα καθώς φαίνεται

πουλί ιστορικό



*



νεκρό πουλί ακονίζω τα μαχαίρια μου

η Ιστορία (βλέπετε) δεν κάνει διάκριση

νεκρός ή

ζωντανός.



*



Ευλογημένη Κυριακή

καταραμένη μέρα

που μ’ ένα χτύπημα

ο θεοκόπος

μ’ έσπασε στα δυό.








ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ

Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό

άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα

κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια

και ουρλιάζαν

όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες

πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που

κρέμονταν

μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν

και τα μισούσαν



από τη γη κοίταζαν κίτρινοι

οι αστροναύτες



δεν το περίμεναν








Ο ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ
DANTE GABRIEL ROSSETI
ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Άκου!

Σου έλεγα τότε την αλήθεια

την ήξερα τότε την αλήθεια



– Όχι, μου έλεγες

τα πουλιά φυτρώνουν

τα γουρούνια πετάνε

τα λουλούδια περπατάνε

οι άνθρωποι, λένε πάντα ψέματα



σου έδειχνα ένα πουλί

έλεγες – Είναι λουλούδι

σου έδειχνα ένα λουλούδι

όχι, έλεγες – Είναι πουλί



κι οι άνθρωποι λένε πάντα ψέματα



τώρα εγώ βλέπω το φεγγάρι

αυτό το σπασμένο σπαστικό

παιδί

που ο Ιούλιος Βερν

έλεγε κάποτε:

– Οι άνθρωποι θα το κατοικήσουν

βλέπω

αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο

που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο

πάνω του πρόκες

κι επιμένουνε

να τ’ ονομάζουν



ΓΗ



ίσως να είχες δίκιο τότε



γι’ αυτό μπόρεσες και έζησες

γι’ αυτό μπόρεσα και έζησα



ΑΥΓΗ








ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Όμως υπάρχουν ακόμα

λίγοι άνθρωποι

που δεν είναι κόλαση

η ζωή τους



υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης

η Fraülein Ramser

και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες

οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι



ψάξε καλά

βρες τους, Ποιητή!

κατάγραψέ τους προσεχτικά

γιατί όσο παν και λιγοστεύουν



λιγοστεύουν








Η ΛΑΜΨΗ

– Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.

Ο άλλος σιγά σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά σιγά

είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο πάνω από τη γη.

– Όμως ­– είπε ο πρώτος:

Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να σ’ το

καρφώσω το μαχαίρι.

Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και μ’ ένα

σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου

χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.



Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας

το άχρηστο πια χέρι του.






ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ

Μέσα στον τάφο μου

Περπατώ ταραγμένος

τ’ απάνω κάτω

τ’ απάνω κάτω



ακούω τα πράγματα τριγύρω

να ουρλιάζουν

ιδέες-αυτοκίνητα

αυτοκίνητα-ιδέες



ανθρώποι περνάνε

μιλούνε, γελάνε

για μένα



λένε αλήθειες

λένε ψευτιές

για μένα, για μένα!



– Μή, τους φωνάζω

μη μιλάτε

για τις νεκρές αγάπες μου



θα ξυπνήσουν

θα σας βγάλουν τα μάτια!








ΑΣΑΗ

Όταν ανέβαινες στο βουνό

εσύ κατέβαινες στην πεδιάδα

να κυνηγάς ψυχές

να κυνηγήσεις άσπρες πεταλούδες

και τις περνάς σε ασημένια ψιλά σύρματα

γιατί ο ίδιος είσαι συ αυτός που ανεβαίνει

κι αυτός που κατεβαίνει

δεν είναι λοιπόν η πεταλούδα, πεταλούδα

η πεθαμένη δεν είναι πεθαμένη

ούτε ο τάφος, τάφος της

– Ασάη! σου εφώναξα λοιπόν

όπως σου έλεγα εγώ τις σκάλες κατεβαίνοντας

εγώ ο ίδιος τις σκάλες ανεβαίνοντας

και λίγο έλειψε να τσακιστούμε

εγώ τραβώντας για τον Ουρανό

εγώ πέφτοντας κατακόρυφα

φωνάζοντας κι οι δυό μαζί:



– Ασάη Εσμέ! Εσμέ Ασάη!






από τη συλλογή ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)

ΟΤΑΝ

Όταν κλείνω τα μάτια

ξεκινάει από μακριά

η αγαπημένη έρχεται

και με κοιτάζει



όταν σβήνω το φως

έρχεται ο θάνατος και

μου φιλά τα χέρια.






Η ΑΓΙΑ

Χ.



Ήταν εκείνο το φθινόπωρο απόγεμα που

η Αγία με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε

στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα

δεν υπήρχε καν.

Γιατί αν υπήρχε τότε τί ήταν αυτά τα αίματα

κι οι στρατιώτες που ξεπετάχτηκαν από τους γύρω

δρόμους και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι,

τέσσερις μήνες, κι όταν πια με λύσανε ήτανε

χειμώνας, έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε

κι ούτε που ξαναφάνηκε πια.






Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ

Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος

στον Πόρο

τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα

τσιγάρα να καίνε σαν κεριά

γύρω γύρω στα τραπέζια

τσιγάρα πάνω στις καρέκλες

τσιγάρα παντού

κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.

Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος

τα μάτια του να καίνε.

— Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα;

εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.

— Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα

στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;

Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο

το φοβερό γέλιο του·

πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια

ένα σύννεφο σπουργίτια

πέρα απ’ το θάνατό του.






Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Εδώ και πολλά χρόνια

σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα

(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου

δε θέλει δώρα

δε θέλει χρήματα

πάγο και χρόνια

χιόνια και πάγο

σκισμένα ρούχα

αχνά παπούτσια

ο χρυσός νεκρός

θα βγει έξω

δεν τον γνωρίζει κανένας

τον αλήτη νεκρό

θα κάτσει στο πικρό καφενείο

να πιεί τον καφέ του

κι ύστερα πάλι

σε λίγες μέρες

ήσυχα θα πεθάνει

(ο νεκρός)



όταν έρθει ο χρόνος



κι όλες οι ρόδες

κόκκινες όπως πρώτα

θα γυρίζουν πάλι.



από τη συλλογή ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ (1990)

Δεν υπάρχουν σχόλια: