Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΛΕΞΗ

Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ’ ένα μαύρο κάρβουνο να
γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή και καμιά φωνή
δε θα μπορούσε ν’ αποδώσει
το φριχτό νόημά της.
Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.
Στ’ όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανεξερεύνητο
και φοβόταν πως οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν.
Ό ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.

ΤΟ ΔΙΑΦΑΝΟ ΜΕΤΑΞΙ

Από το ένα μέρος οι δυο τους
να έχουνε δοθεί σαν άλλοτε στον έρωτα.
Κι από το άλλο μέρος οι δυο τους πάλι
ασάλευτοι τώρα να κοιτάζουν.
Κοίταζαν τα διψασμένα σώματα
που ήσαντε κάποτε
κοίταζαν την ηδονή τους και ποθούσανε
και λιώνανε να σμίξουνε μαζί τους.
Όμως ανάμεσά τους ένα μετάξι διάφανο
σχεδόν αόρατο, τους χώριζε για πάντα.
Γύρισε τότε και του έδωσε με δάκρυα στα μάτια
ένα φιλί που έκοβε τα χείλη σαν μαχαίρι.
Το πήρε και αρχίζοντας να σκίζει το μετάξι
τους φάνηκε τάχα πως περάσανε
στου έρωτα το μέρος
και πέσανε στην αγκαλιά τους
και σμίξανε τους άλλους εαυτούς τους.
Κι Εκείνη πήγε με τον Άλλο
κι εκείνος πήγε με την Άλλη.

Η ΝΑΡΚΗ

Ήταν ένα καρπούζι μες στη θάλασσα.
Το σήκωνε το κύμα και το πήγαινε κι εγώ με τη Ρέα
στα βραχάκια το βλέπαμε από μακριά που γυάλιζε και
γύριζε στον ήλιο.
Βλέπαμε τάχα πάνω του ολόκληρη τη Γη χωριά και
πολιτείες, σπίτια κι ανθρώπους και κάπου εκεί το σκύλο
μας που χάθηκε να ψάχνει να μας βρει. Βλέπαμε τη Ρέα
κι έμενα μεσημέρι μικρά παιδιά που έφυγαν κρυφά από
το σπίτι γυρεύοντας σ' όλη τη Γη το σκύλο τους
αγκαλιασμένα τώρα να κοιτάζουν ένα καρπούζι μες στη
θάλασσα. Χωρίς να ξέρουν πώς ίσως και να ήταν μια
νάρκη από τον πόλεμο άχρηστη κι αδέσποτη που
κάποτε θα σκάσει.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ

Άμμος κι ερημιά κάτω ή θάλασσα πιο πάνω πεύκα.
Είχε ξαπλώσει στον ίσκιο τους τα μάτια του κλειστά.
Βγήκε τότε από τα κύματα μια γυναίκα γυμνή και με
κομμένη ανάσα στάζοντας όλη γονάτισε και τον
αγκάλιαζε και τον φιλούσε στο στόμα.
Έρημοι δρόμοι
μια σειρήνα ούρλιαζε
μέσα στη νύχτα.
Το κορμί του δεμένο στο φορείο
τα μάτια του κλειστά.
Βγήκε τότε απ' το σκοτάδι
μια γυναίκα γυμνή
και με κομμένη ανάσα
σπαράζοντας δλη
γονάτισε και τον αγκάλιαζε
και τον φιλούσε στο στόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: