Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ...ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ,

Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ
Χαρισμένο σε Εκείνον αυτός ξέρει

Μα, πες μου, ποιοι είναι αυτοί οι περιπλανώμενοι , οι λίγο κιόλας, κι απ’ τους ίδιους εμάς πιο φευγαλέοι, που, απ’ τα παιδικά τους χρόνια, μια θέληση ανικανοποίητη σπρώχνοντάς τους, πάντοτε , τους κλώθει, - αλλά για ποιόν, για χάρη τίνος ;
Πού τους κλώθει, τους λυγίζει, τους λυγίζει , τους θηλιάζει, και τους τινάζει τους πετά και τους ξαναπιάνει · κ’ είναι ως να κατεβαίνουν από γυαλιστερό, σαν λαδωμένο, αγέρα, επάνω στον φθαρμένο ,από το αιώνιο αναπήδημά τους τάπητα, σε τούτο τον τάπητα τον χαμένο μες στο σύμπαν, τον απλωμένο ως μπλάστρι, σα να ’χε, στο μέρος εκείνο, του προαστίου ο ουρανός την γη πληγώσει.
Κ’ εκεί , μόλις-μόλις,
όρθιο ,εκεί, για να φανεί : της Στάσης το μέγα αρχικό γράμμα… αλλά και τους πιο ρωμαλέους από τους άντρες τους κυλά πάλι, έτσι γι αστείο, το Πιάσιμο που ολοένα έρχεται και ξαναέρχεται, όπως έκανε κι ο Αύγουστος ο Ρωμαλέος την ώρα του φαγιού μ’ ένα τσίγκινο πιάτο.

Αχ, και γύρω από τούτο το επίκεντρο, το ρόδο των θεατών : ανθίζει και ξεφυλλά .
Γύρω από το γουδόχερο τούτο, τον ύπερο , που σ’ επαφή έχοντας έρθει με την δική του ανθόσκονη, έδεσε και πάλι σε πλαστό καρπό της αηδίας,- πού , κάτω από την διαφανέστερη επιφάνεια της αηδίας, το πλαστό χαμόγελο ανάλαφρα απαστράπτει, ωστόσο.

Και να, μαραμένος και ρυτιδωμένος ο γέρος αθλητής, που άλλο δεν κάνει πια απ’ το να χτυπά το τύμπανό του τρυπωμένος μες στο γερό πετσί του, που σα να ‘χε μέσα του κλείσει από νωρίς δύο άνδρες, που , ο ένας τους , κιόλας, να κείτεται στο νεκροταφείο και να ‘χει ο άλλος επιζήσει, κουφός και, κάπου-κάπου, λίγο κιόλας σα να ‘χασε το δρόμο του μέσα στο χηρεμένο δέρμα.

Αλλά ο νέος , ο άντρας, σάμπως να ‘ταν ο γιος ενός τραχήλου και μιας καλόγριας : τεντωμένος κι αλύγιστος, γιομάτος από μυς κι από απλότητα .

Ω! εσείς ,
Εσείς που δεχτήκατε, μι’ άλλη φορά, καθώς παιγνίδι έναν πόνο, μικρόν ακόμη τότε, σε μια μακρυά ανάρρωσή του…

Ω! εσύ, που με το πέσιμο, όπως οι καρποί μόνο το γνωρίζουν, δίχως κάν να ‘χεις ωριμάσει καθημερινά εκατό φορές πέφτεις από το δέντρο της κίνησης, της συντροφικά χτισμένης (που πιο γοργός απ’ το νερό, μέσα σε λίγα λεπτά μόνο Άνοιξη, Θέρος και Φθινόπωρο έχεις) – πέφτεις κι αντιχτυπάς πάνω στον τάφο : καμιά φορά, σε μισό διάλειμμα , ένα σχήμα θέλει να γεννηθεί μέσα σου· μ’ απορροφάται απ’ το κορμί σου για να το σπαταλήσει ξώδερμα, το ντροπαλό πρόσωπο τούτο που μόλις δοκιμάστηκε…
Και χτυπά πάλι τα χέρια του ο άντρας για το πήδημα, και, πρίν ακόμα πιότερο σου φανερωθεί ένας πόνος πλάι στην καρδιά σου που αδιάκοπα καλπάζει, το κάψιμο της σόλας ξεπερνά την πληγή του, κάνοντας ν’ αναβρύζουν γρήγορα απ’ τα μάτια σου δύο δάκρυα, κυνηγημένα απ’ το κορμί σου.
Και την ίδια την στιγμή εκείνη παρ’ όλ’ αυτά, έτσι, στα τυφλά, προβάλει το χαμόγελο…

Ω! πάρε το, Άγγελε , δρέψε αυτό το βοτάνι που τόσο σύντομη έχει άνθηση.
Πλάσε ένα βάζο και διατήρησέ το ! Βάλε το στις χαρές μας ανάμεσα, αυτές τις χαρές που δεν μας ανοίχτηκαν ως τώρα · σ’ υδρία χαριτωμένη εγκωμίασέ το, με ανθισμένη οιστρώδη επιγραφή : «Subrisio Saltat »


Ύστερα, εσύ, χαριτωμένη,
Εσύ, που οι πιο γοητευτικές χαρές άφωνα σ’ έχουν
Υπερπηδήσει . Οι φούντες σου, ίσως να ‘ναι ευτυχείς για σένα – , ίσως επάνω
από τα νεανικά, τα τεντωμένα στήθη σου, το πράσινο μεταλλικό μετάξι
να νιώθει κακομαθημένον άπειρα και τίποτα να μη στερείται .
Ω! εσύ , πάντα μ’ ένα άλλο τρόπο στης ισορροπίας τις ζυγαριές, που όλες τρεκλίζουν,
απιθωμένη , οπώρα απ’ της αταραξίας την αγορά,
που φαίνεσαι ανάμεσα απ’ τους ώμους .

Πού , αχ, πού να ‘ναι ο τόπος – τον έχω μέσα στην καρδιά μου – ,
που ακόμα ήταν μακρυά απ’ το να μπορούμε, ακόμα κι ο ένας
ν’ αποσπαστεί απ’ τον άλλον, όπως ζώα που βατεύονται, κακοζευγαρωμένα ·
που ‘ναι βαριά τα βάρη ακόμη · που, ακόμη από το μάταιο στροβίλισμα τους,
το προκλημένο από τις βακτηρίες, στριφογυρίζουν οι στεφάνες.

Και ξάφνου, στο κουραστικό Πουθενά τούτο,
Ξάφνου η θέση η ανείπωτη, όπου το καθάριο
Ελάχιστο, ακατανόητα μεταμορφώνεται : σ’ εκείνο το άδειο .
Πολύ πηδά, όπου ο πολυθέσιος λογαριασμός , χωρίς ψηφία διαλύεται.

Πλατείες ! Ω ! πλατεία του Παρισιού, απέραντη σκηνή θεάτρου ,
όπου η Madame Lamort, η μοδίστρα,
τους ανήσυχους δρόμους της γης, ατέλειωτες κορδέλες θηλιάζει και τυλίγει
κι επινοεί μ’ αυτές νέας μόδας φιόγκους, κυψελικές πτυχώσεις και κονκάρδες,
άνθη και τεχνητούς καρπούς – , όλα ψευτοβαμμένα , – για τα φτηνά χειμερινά καπέλα του Πεπρωμένου.
---------------------- ------------------------------- --------------------
Άγγελε ,
Δε μπορεί , θα υπήρχε μια πλατεία άγνωστη μας,
κι εκεί πέρα σ’ ανείπωτο τάπητα επάνω,
οι εραστές θα έδειχναν ό,τι εδώ δε δύνονται ποτέ να κατορθώσουν :
τα τολμηρά σχήματα της καρδιάς στην ανάτασή της,
τους πύργους τους, από χαρά οικοδομημένους,
τις σκάλες τους που για καιρό πολύ,
όπου τα έδαφος πάντοτε έλειπεν, η μια στην άλλη επάνω τρεμάμενες στηρίζονταν μονάχα ,– και μονάχα, μπρος στον κύκλο των θεατών, αθόρυβοι νεκροί, αναρίθμητοι, θα το μπορούσαν:
θα ‘ριχναν άραγε αυτοί , τότε, τα στερνά, τα φυλαγμένα πάντα,
πάντα κρυμμένα , που εμείς αγνοούμε,
αιώνιας αξίας νομίσματα της ευτυχίας μπρος στο ζευγάρι
που αληθινά χαμογελά, επιτέλους,
στον τάπητα επάνω τον ησυχασμένο ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: