Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ...ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ,

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Πότε χειμερινά θα ‘σαστε , ω δέντρα της ζωής ;
Δεν ομονοούμε . Ειδοποιημένοι δεν είμαστε σαν τα πουλιά που αποδημούν.
Ξεπερασμένοι κι αργοπορεμένα φορτωνόμαστε, ξάφνου, στους ανέμους και πέφτουμε ξανά σ’ απαθές έλος .
Την άνθηση, το μαρασμό, την ίδια γνωρίζουμε στιγμή. Και κάπου ακόμη διαβαίνουνε λιοντάρια και καμιάν, όσο είναι μεγαλόπρεπα, δεν ξέρουν αδυναμία.
Μα εμείς, ενώ μονάχα, σ’ Ένα προσηλωνόμαστε, ενός άλλου νιώθουμε κιόλας την αξία. Κι αυτό, που πιο πολύ κοντά μας, βρίσκεται, είναι η εχθρότητα.
Μη, τάχα, δε σκοντάβουν αδιάκοπα, ο ένας μες στον άλλον, οι Ερωτευμένοι, στα όρια του , ενώ ‘χαν ο ένας στον άλλο υποσχεθεί έναν χώρο μεγάλο, και κυνήγι, και πατρίδα ;
Τότε, για μιας στιγμής σχεδιάγραμμα, κουραστικά, ετοιμάζεται, ένα βάθος από αντίθεση, μόνο για να το δούμε : γιατί ‘ναι όλοι πολύ σαφείς μαζί μας.

Της αίσθησης το διάγραμμα αγνοούμε εκτός ό,τι τη σχηματίζει απ’ έξω μόνο.
Ποιος δεν έχει καθίσει φοβισμένος μπρος στην αυλαία , της καρδιάς του ;

Υψώθη : παρουσιάστηκε σκηνή αποχαιρετισμού. Να το εννοήσεις εύκολο .
Ο γνωστός κήπος λικνιζόταν αργά : τότε ήρθε μόνο ο χορευτής.
Όχι , αυτός. Αρκετά . Μ’ ανάλαφρα όσο κι αν εκινήθη, είναι μασκαρεμένος και γίνεται ένας αστός και στο σπίτι του μπαίνει απ’ την κουζίνα.
Δε θέλω αυτές τις μισογεμισμένες προσωπίδες , --καλύτερα την κούκλα.
Είναι γεμάτη εκείνη . Ν’ ανεχθώ μπορώ το καύκαλό της και το σύρμα και το, εξωτερικό όλο, πρόσωπό της.

Εδώ. Στέκω ακριβώς μπροστά. Τα φώτα κι αν ακόμη σβηστούνε, κι αν ακόμη μου πούνε : δεν υπάρχει τίποτε άλλο--, κι αν ακόμη από τη σκηνή προβάλέι το κενό με το γκρι ρεύμα του αγέρα, κι αν ακόμη δεν κάθεται κοντά μου από τους σιωπηλούς προγόνους μου ένας, μηδέ γυναίκα κι ούτε καν το αγόρι με το καφέ, το αλλήθωρο του μάτι : εγώ, όμως, μένω . Θέαμα, πάντα υπάρχει .

Δεν έχω δίκιο ; Εσύ που όλη την πίκρα γεύτηκες της ζωής, πατέρα, τη δική μου ζωή δοκιμάζοντας, εσύ που εκείνα τα πρώτα ξεχειλίσματα του χρέους μου τα ταραγμένα, όταν μεγάλωνα, όλα ξανά και ξανά τα γευόσουν και, με την απόγευση ενός τόσο, αλήθεια, περίεργου μέλλοντος , ασχολημένος , το ανάβλεμμα μου το συννεφιασμένο έβαζες σε δοκιμασία, -- από τότε που ‘σαι νεκρός, πάτέρα μου, συχνά, στην ελπίδα μου μέσα , φοβάσαι, κι αταραξία, που οι νεκροί την κατέχουν, βασίλειο αταραξίας εγκαταλείπεις για χάρη της ελάχιστης μου μοίρας,-- δεν έχω δίκιο ;

Δεν έχω δίκιο ; Εσύ που όλη την πίκρα γεύτηκες της ζωής, πατέρα, τη δική μου ζωή δοκιμάζοντας, εσύ που εκείνα τα πρώτα ξεχειλίσματα του χρέους μου τα ταραγμένα, όταν μεγάλωνα, όλα ξανά και ξανά τα γευόσουν και, με την απόγευση ενός τόσο, αλήθεια, περίεργου μέλλοντος , ασχολημένος , το ανάβλεμμα μου το συννεφιασμένο έβαζες σε δοκιμασία, -- από τότε που ‘σαι νεκρός, πάτέρα μου, συχνά, στην ελπίδα μου μέσα , φοβάσαι, κι αταραξία, που οι νεκροί την κατέχουν, βασίλειο αταραξίας εγκαταλείπεις για χάρη της ελάχιστης μου μοίρας,-- δεν έχω δίκιο ;

Ω εσείς, δίκιο δεν έχω, εσείς, που μ’ αγαπούσατε μονάχα για την μικρή αρχή της αγάπης μου για σας, που πάντοτε απομακρυνόμουν απ’ την αρχήν αυτήν τι, ο χώρος που ‘ταν πάνω στο πρόσωπο σας, τον καιρό που εγώ τον αγαπούσα, μες τον χώρο του κόσμου, όπου δεν ήσασταν, περνούσε…
Σαν μου ‘ρθει εκεί μπροστά να περιμένω, στη σκηνή των κουκλών , όχι για να ‘μια ένα βλέμμα όλος, που το κοίταγμα μου για να το ισορροπήσει, πρέπει να ‘ρθει σ’ αντίβαρο ένας άγγελος στο τέλος, να παίζει και τις κούκλες να σηκώνει .

Ο Άγγελος με την κούκλα : τότε υπάρχει κάποιο θέαμα επιτέλους. Τότε , σμίγει ό,τι άπαυτα χωρίζουμε, την ώρα που εδώ ‘μαστε . Και, τότε, αναπηδά μόνο, από τους καιρούς μας μέσα, ο κύκλος της ακέριας πορείας.
Πάνω μας παίζει τότε ο Άγγελος. Δες , δε θα μπορούσαν οι ετοιμοθάνατοι να υποψιαστούνε πόσο γιομάτο από προφάσεις είναι ό,τι κάνουμε εδώ, όπου, κάθε τι ποτέ δεν είναι ό,τι είναι :
Ω παιδικές ώρες, που από τα σχήματα δεν ήταν πίσωθε τίποτ’ άλλο πιο πολύ παρά μονάχα ό,τι ήταν περασμένο και μπροστά μας δεν ήταν το μέλλον .
Βέβαια που μεγαλώσαμε · συχνά και βιαζόμασταν, μάλιστα, μιαν ώρα πιο γρήγορα να μεγαλώσουμε, ίσως από αγάπη για κείνους που απ’ το να ‘ναι μεγάλοι, τίποτα άλλο πια δεν είχαν.
Και στη μοναχική πορεία μας, όμως, διασκεδάζαμε μ’ ό,τι διαρκεί και στεκόμασταν εκεί, στον χώρο εκείνο που τον κόσμο χωρίζει απ’ το παιγνίδι, σε μια θέση, απ’ την αρχή του κόσμου, για κάποιο γεγονός αγνό, φτιαγμένη.

Ποιος δείχνει ένα παιδί, έτσι, καθώς είναι ;
Ποιος σ’ ένα αστερισμό μέσα το στήνει και το μέτρο, του δίνει, μες στο χέρι, της απόστασης ;
Ποιος του παιδιού κάνει τον θάνατο από γκρι ψωμί, που θα γενεί σκληρό ; --ή καθώς κουκούτσι κάποιου μήλου όμορφου, στο στρογγυλό του στόμα, τον θάνατον αφήνει ;
… Οι δολοφόνοι μαντεύονται εύκολα . Όμως , αυτό σκέψου : τον θάνατο, τον Θάνατο όλο, πριν από την ζωή ακόμη, απαλά τόσο να τον περιέχεις, δίχως να γογγύζεις, είναι απερίγραπτο .

Δεν υπάρχουν σχόλια: