Ἀπόψε ἀγάπησα τὰ μάτια μου,
κοιτώντας τα μὲς στὸν καθρέφτη:
νὰ ’ταν τὸ φῶς, ποὺ μὲς στὴν κάμαρα,
τόσο λεπτὰ κι ἀνάερα πέφτει;
Νὰ ’ταν τὸ ρόδο τὸ ἀπριλιάτικο,
ποὺ τὸ ’χα βάνει στὴ γωνία,
νὰ μὴν τὸ δῶ νὰ παραδίνεται
στὴ βραδινὴ τὴν ἀγωνία;
Νὰ ’ταν, ἀλήθεια, τὸ τριαντάφυλλο,
ποὺ ξεψυχοῦσε στὸ ποτήρι,
– ἢ κάποιοι πόθοι ποὺ μὲ παίδευαν,
καὶ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στεῖροι;…
τὸ ρόδο ποὺ ’σβηνε, τὸ πάθος μου,
τὸ παραθύρι, ποὺ δὲν κλείνω,
– ἢ μήπως ἐπειδὴ σὲ κοίταξαν
τόσο πολύ, τὸ βράδυ ἐκεῖνο;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου