Ποδήματα φθαρμένα, σάν τῆς γριᾶς τά γνέματα,
καί λαμπραστέρι μου ἔκπτωτο, τραυλό μαράζι,
κι ἐσύ, ψυχούλας σκιά, πού βάλτωσες στά φλέματα
τοῦ γέρο-σατανᾶ, πού βλασφημᾶ, κομπάζει,
τά τρόπαιά του πάρ’, τ’ ἀναίσχυντα, καί κρέμα τα,
ὅπου ἡ νύχτα, πιό ἀπό νύχτα, σέ δαμάζει.
θαμμένος στοῦ ἀνοσίου φαράγγια, λόγγους, ρέματα,
αἰστάνσου τό γλυκύτατον νά πνεύσει ἀγιάζι,
σταλμένο, ὅλο, τῆς σωτηρίας σου τά δέματα,
ἀπ’ τό Ἀρνίον, ὁπού πραότατα βελάζει.
μήν κύπτεις, εἶναι πλάι σου, τά κακά πολέμα τα
μέ φῶς του, ἀπό σμαράγδι, ἀδάμαντα, τοπάζι.
διά τοῦ στεφάνου, πάντα καταλεῖ τά ψέματα
φουστάνι πιά, τῆς ἀνθρωπότητας, καί νάζι,
κι ὡς οἱ ἄκανθες, τρυπώντας, πλημμυρίζουν αἵματα,
ἡ μυστική θυσία τόν θάνατον ἁγιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου