Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Η ΜΩΡΑ ΠΑΡΘΕΝΟΣ


Ας ακούσουμε την εξομολόγηση ενός συντρόφου από τη κόλαση:

« Ακου, άκουσε με, ω Θείε Νυμφίε, μην αρνηθείς τουλάχιστον να με ακούσεις… Εμένανε, την πιο θλιμμένη ζωγραφιά σου. Ξέρω, είμαι χαμένη. Είμαι πιωμένη, το ξέρω, και μαγαρισμένη. Τι ζωή!
Συγχώρεση! Συγχώρεση Κύριε. Μονάχα αυτό! Πόσα δάκρυα!
Βλέπεις; Κοντά σου να με θεέ μου και ας χτίσω χείμαρρους! Γεννήθηκα για να σ' ακολουθώ! ( …Ο άλλος τώρα, μπορεί και να μου δώσει καμία που στα λέω αυτά! )
Τώρα βρίσκομαι στους βυθούς του κόσμου! Ω φίλες! Μα τι φίλες; Όχι, όχι δικές μου!
Σε κανέναν τέτοια βάσανα. Τι κτηνωδία!
Αχ, σέρνομαι και βογκάω. Υποφέρω αληθινά! Με απαξίωσε ακόμα και η λήθη που μου έγινε απρόσιτη σαν για να μη μπορώ να ξεχάσω! Τι άλλο πια θα με βρει!
Ας το πω ξανά: είμαι δούλα του νυμφίου της κολάσεως, εκείνου που έκλεψε τις μωρές παρθένους. Είναι το ίδιο εκείνο δαιμόνιο! Δεν είναι σκιά ή φάντασμα. Αλλά εμένα, που δεν υπάρχω για κανέναν, που , χάθηκα από όλους, δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε. Πώς να σου το περιγράψω; Ούτε που να μιλώ δεν ξέρω πια.
Πενθώ δακρύζοντας στη φρίκη.
Λίγη δροσιά Χριστέ μου αν θες.
Μονάχα εάν το θέλεις όμως…
Είμαι χήρα. Ανέκαθεν ήμουν. -Μα ναι, κάποτε υπήρξα σοβαρότατη! Και δεν γεννήθηκα να γίνω σκελετός. Αυτός, ήτανε σα παιδάκι… η τρυφερότητα του, μυστηριώδης, με κυρίευε… ξέχασα να ‘μαι άνθρωπος για να τον ακολουθώ. Τι ζωή! Η αληθινή ζωή , είναι απούσα.
Στον κόσμο είμαστε εμείς. Όχι η ζωή. Πάω όπου πάει εκείνος. Πρέπει.
Και συχνά, θυμώνει μαζί μου-δύστυχη ψυχή! Ο δαίμονας! Είναι δαίμονας ξέρεις… όχι άνθρωπος.
Το δαιμόνιο λέει: « Εμένα, δεν μου αρέσουνε οι γυναίκες. Τα περί έρωτος , είναι για να τα ξαναγράψουμε. Ξεκάθαρα. Οι γυναίκες, δεν ψάχνουνε άλλο από το να εξασφαλιστούνε. Όταν δε το πετύχουνε, άφησε τα, παρατάνε και τα αισθήματα, παρατάν και την ομορφιά! Άστα! Δεν απομένει παρά, μια ψυχρή περιφρόνηση. Και αυτή, μονάχα αν θέλουν να κρατήσουνε τον γάμο. Από την άλλη, ορισμένες που θα μπορούσανε να με συντροφέψουν, παραδίνονται σε κάτι χοντράνθρωπους που τους πουλάνε ευαισθησία.»
Εγώ, γνωρίζω να το ξεχωρίζω το δαιμόνιο απ τον τρόπο που δοξάζεται μέσα από το αίσχος.
Απ τον τρόπο που κατορθώνει να γοητεύσει με την απανθρωπιά του. «Εγώ, κατάγομαι από τη Σκανδιναβία. Σε εκείνα τα μέρη, ο ένας τρύπαγε τον άλλον στα πλευρά και ρουφούσαν το αίμα.
. Εγώ πάλι θα κάνω χαρακιές σε όλο μου το σώμα. Θα κάνω τατουάζ. Θέλω να γίνω φρικτός σαν Μογγόλος. Θα το δεις, θα βγω και θα ουρλιάζω στους δρόμους. Θέλω να χάσω τα μυαλά μου από την λύσσα! Η περιουσία μου, θέλω να είναι χρυσάφι και αίμα. Μην μου δείξεις ποτέ κοσμήματα , θα πέσω και θα χτυπιέμαι στο πάτωμα. Δεν πρόκειται να δουλέψω ποτέ!» Ήτανε βράδια που ‘πεφτε απάνω μου και ως τα ξημερώματα παλεύαμε. Και άλλες νύχτες, μου κρυβόταν μεθυσμένος στις γωνιές να με φοβίσει. Λέτε στα αλήθεια να με αποκεφαλίσουνε; Θα είναι αηδιαστικό!
Α! Και άλλοτε που ψάχνει πώς να παραστήσει τον εγκληματία!
Κάποτε πάλι, μιλά με τρόπο τρυφερό , για τον θάνατο που μοιάζει να ‘ναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να περπατήσει η μετάνοια για να φτάσει τους ανθρώπους, για αποχωρισμούς που κατατρώγουν τη καρδιά, για εργασίες που χουν κάματο πολύ.
Στα καπηλειά που πίναμε, έκλαιγε λέγοντας πως οι άλλοι γύρω μας, ήταν το ποίμνιο της ελεεινότητας. Ανασήκωνε τους μεθυσμένους που παραπατώντας πέφτανε στα σκιερά σοκάκια. Είχε τον οίκτο μιας μητέρας μοχθηρής για τα παιδιά και περπατούσε
με όλη τη σεμνότητα που ΄χουν τα κοριτσάκια όταν πάνε για κατήχηση.
Προσποιούτανε πως είχε μόρφωση ευρύτατη•
Για τέχνες, για ιατρική, για το εμπόριο. Κι εγώ, τον ακολουθούσα. Έπρεπε.
Τρύπωνα και τριγυρνούσα μες στη φαντασία του. Έβλεπα τα ρούχα του, τι είχε στα δωμάτια του. Τον σκεφτόμουνα με όπλα και αλλιώτικο. Όλο το σκηνικό που γύρευε να στήσει η σκέψη του, το είχα εμπρός μου. Ήξερα τι τον συγκινούσε. Πως ήθελε να κάνει δικό του ο,τι του άρεσε. Σαν αφηνόταν νωχελής, να ταξιδεύει με το νου του, τον ακολουθούσα. Και στο καλό και στο κακό. Μακριά… Κι ήμουνα βέβαιη ότι δεν θα ‘μπαινα ποτέ στον κόσμο του.
Πόσες νύχτες δεν αγρύπνησα στο πλάι του, ενώ κοιμότανε γυμνός, σκεπτόμενη, τι να τον έσπρωχνε τόσο να θέλει να δραπετεύσει απ τη πραγματικότητα…
Ποτέ άνθρωπος, τόσο δεν θέλησε να δραπετεύσει.
Αντιλαμβανόμουν , χωρίς να φοβάμαι για εκείνον, πως ήταν κίνδυνος σοβαρός για την κοινωνία. Ίσως και να ‘χει τρόπους μυστικούς να αλλάξει τη ζωή.
Και πάλι ανταπαντούσα στον εαυτό μου ,πως, αυτός, μονάχα ψάχνει.
Έπειτα, όλη του η φιλευσπλαχνία, έμοιασε να πλανήθηκε από άλλα πνεύματα και μ' αιχμαλώτισε. Καμμία άλλη ψυχή δεν θα έβρισκε τόση δύναμη, την δύναμη της απελπισίας, για να αντέξει στη αγάπη του. Από την ‘άλλη, δεν τον φανταζόμουνα με άλλη ψυχή.
Βλέπεις τον Άγγελο σου. Ποτέ τον Άγγελο του αλλουνού. Ή όχι;
Μες στην ψυχή του, βρισκόμουνα σαν σε παλάτι που το αδειάσανε για να μην φαίνετε μήτε ένα πρόσωπο τόσο ελάχιστα ευγενές όσο κι εσείς! Αυτό είναι όλο. Αλίμονο! Εξαρτιόμουν πλήρως από αυτόν. Mα τι να έβρισκε σε μία ύπαρξη δειλή κι απρόσωπη σα την δική μου;
Νεκρή δεν θα ήμουν καλύτερη; Γιατί δεν με σκότωνε;
Κάπως με θυμό, κάπως με τρυφερότητα έλεγα ενίοτε πως τον καταλάβαινα.
Εκείνος, απλώς ανασήκωνε τους ώμους.

Έτσι, σαν να μη χόρταινα, γύρευα με όλη μου τη δύναμη ξανά την καταδίκη.
Λες και ποθούσα να ξεπέσω στα ίδια μου τα μάτια. Και να κλάψω για εμένα, όσο θα έκλαιγαν αυτοί που με ‘ξεχάσανε. ( Αν δεν θα με είχαν ξεχάσει. Εννοείται.)
Η καλοσύνη του, αχ, μου είχε γίνει απαραίτητη.
Ανοίγοντας την αγκαλιά του, ξεχυνόταν ένας ουρανός που θα ‘θελα να φτερουγίζω μέσα του, δίχως ν' ακούω, τυφλή, χωρίς φωνή, γυμνή χτυπώντας για φτερά τα χέρια μου μέσα στο ζόφος.
Αιωρούμαι.
Είχα πλέον συνηθίσει. Μας έβλεπα σαν δυο παιδιά, ελεύθερα να τρέχουνε μες στην παράδεισο της λύπης. Καταλαβαινόμασταν.
Όλο συγκίνηση δουλεύαμε μαζί. Αλλά, μετά από χάδια ούρια όπως το ρίγος
Έλεγε πως παράξενα θα μου φαινόντουσαν όσα περνούσαμε, όταν θα έπαυε να είναι κοντά μου.
Όταν δεν θα με φίλαγε στα μάτια. Όταν, δεν θα αποκοιμιόμουνα πάνω στα στήθη του. Γιατί θα έπρεπε να φύγει κάποτε. Για μακριά. Γιατί πολλοί είναι αυτοί που έχουν την ανάγκη του. « Και ας μην το θέλω, έλεγε, θα πρέπει…».
Σαν έφευγε, πάντα σαν φεύγουνε οι δαίμονες, νιώθεις σαν θήραμα μαινόμενου ιλίγγου.
Νιώθεις να χάνεσαι στην σκοτομήνη, της πιο αβάσταχτης μελαγχολίας.
Είχε ορκιστεί πόσες φορές, ότι αιώνια θα με αγαπούσε. Μα ήταν υποσχέσεις επιπόλαιες.
Ε, τώρα, οι όρκοι ενός δαίμονα… Τι να πιστέψεις;
Ποτέ μου δεν τον ζήλεψα. Δεν θα με εγκαταλείψει, πιστεύω. Τι θ' απογίνει; Συνείδηση δεν έχει.
Να δουλέψει αποκλείεται. Θέλει να ζήσει ως υπνοβάτης. Μα τι πιστεύει; Πως αποκτά κανείς στον κόσμο δικαιώματα γιατί έχει να επιδείξει, τι; Φιλευσπλαχνία; Στιγμές, ξεχνώ την αθλιότητα μου. Σκέφτομαι πως εκείνος θα με κάνει δυνατή. Πως θα ταξιδέψουμε μαζί δίχως βιασύνη. Ότι θα κοιμηθούμε αγκαλιά, σε πεζοδρόμους τόπων άγνωστων. Ή πάλι,
φαντάζομαι να ξυπνήσω και να δω τους νόμους άλλους. Και το δίκαιο άλλο των ανθρώπων.
Όλα να ‘χαν αλλάξει χάριν στη μαγική του δύναμη. Αλλά εγώ, κι ο,τι ζητούσα μες στον κόσμο, θα ‘μενε ίδιο. Να είχα απλώς, πιο εύκολα ο,τι αγαπούσα... Τίποτ' άλλο. Να είχα μια ζωή με περιπέτειες όμοιες μ' εκείνες που αφήνουν ήσυχα ν' αποκοιμιούνται τα παιδιά.
Θα μου το κάνει το χατίρι άραγε; Θα ήταν μια ανταμοιβή σε ο,τι υπέφερα. Κι όμως, δεν μπορεί. Στο βάθος, αγνοώ το ιδανικό του. Μου έχει πει, πως κάτι νοσταλγεί. Πως κάτι ελπίζει. Λέει βέβαια, πως αυτό, δεν πρέπει να με αφορά. Να μιλά και με τον Θεό;
( Λες να ξαναστραφώ προς τον Θεό; )
Να ταξιδεύουνε και από το πουθενά οι προσευχές μας;
Αν θα μου εξηγούσε τι τον θλίβει, θα το καταλάβαινα. Τουλάχιστον, περισσότερο από τις πλάκες του…
Μου επιτίθεται και περνάει ώρες ολόκληρες αποζητώντας να με κάνει να ντραπώ για κάθε τι που αγάπησα απ' τα επίγεια και όταν κλαίω, αγανακτεί.
Έπειτα μου έλεγε: « Βλέπεις αυτόν τον κομψό νεαρό που μπαίνει σ' εκείνη την ήσυχη κατοικία; Λέγεται Αρμάνδος, ονομάζεται Μαυρίκιος ή, δεν ξέρω πώς. Κάποια γυναίκα ορκίστηκε να αγαπά αυτό το ζώο. Αυτή πέθανε. Πάει. Θα την έχουνε σίγουρα κατατάξει, ανάμεσα στους αγίους της παράδεισου. Έτσι θα με πεθάνεις και εμένα. Είναι γραπτό φαίνεται. Για κάθε καρδούλα ευσπλαχνική σαν τη καρδιά μου.».
Αλίμονο! Πού να τον δείτε πώς γελούσε, με τρόπο απαξιωτικό, όταν αναφερότανε σε ανθρώπους που ζητούσαν επανάσταση! Τους θεωρούσε περίγελο! Κι ύστερα, αποκτούσε και πάλι τους τρόπους μιας μικρομάνας, μιας αδελφής αγαπημένης. Αν ήτανε λιγότερο άγριος, θα τη γλιτώναμε. Αλλά, η γλυκύτητα του… θανάσιμη!(και εδώ που τα λέμε, έτσι με κάνει δική του. Τρελή για εκείνον!)
Μπορεί κάποια ημέρα, να εξαφανιστεί ο νυμφίος μου θαυματουργικά… αν είναι, πρέπει να το ξέρω. Μην χάσω την ανάληψη του μικρού μου φίλου.
Καταλαβαίνετε…
Αλλόκοτο ζευγάρι!


Μτφ: X.Σ. Kρεμνιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: