Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Το Νέο Κλίμα..



[1]

Έχει κάτι από τον αέρα του σπιτιού
όπως στέκεται μες από το παράθυρο
το φεγγάρι των φτωχών κατοίκων του Κούπι.
Μια περίπολος λαμπτήρων μισθοφόρων
χωρίς δουλειά, κάνει πάλι το γύρο
στα μικρά παρτέρια του κάρδαμου, στις δυσοίωνες μελιτζάνες, στη γη
οι ντομάτες κι επάνω τα εποχικά που καλούνται να γείρουν.
Πέρα από τις γειτονικές φυλές, στα όρια των αγρών, ανάμεσα στ' άλλα
φεγγάρια που διαφαίνονται, μια εποχή σχεδόν ανίδεη
βυθίζεται, περίπου γκρίζα, χωρίς να δημιουργεί αναταραχή.

.................................

[2]

Ο ανταρτοπόλεμος μεταφέρεται τη νύχτα
στο πίσω τζάμι ενός μικρού ρολογιού κουάρτζ.
Να ήταν υπέρηχοι, στη καθοριστική ακτίνα
του φωτός, εκείνην ακριβώς...
Όμως με το καινούριο φεγγάρι όλοι έχουν την ίδια μοίρα.
Να σηκώνονται μες στο σκοτάδι, να σέρνονται στο υποχρεωτικό χαράκωμα
τοίχο τοίχο, χωρίς κέντρο βάρους, ν' αγκομαχούν
για να πάρουν λίγο νερό, να χάσουν άλλο τόσο.

.................................

[3]

Χωρίς να το ξέρει γαβγίζει γυναίκες
και παιδιά, ο σκύλος της γειτόνισσας.
Τη γλυκιά ώρα που πλένεται
στις άκριες του δρόμου, στις σκαμμένες
λακκούβες, στα χρόνια, από το νεανικό
κυνήγι με το σκυλολόι. Γαβγίζει τον ήλιο
για να μη πέσει, πάνω του, η αυλαία.

................................



[4]

Θά 'θελα να τα είχε φέρει
ώς εδώ, ο άνεμος, αυτά τα φτερά.
Ένας άνεμος γκρίζος κάτω από τη μιμόζα.
Όμως βρίσκονται εδώ από καιρό, ενέχυρο
μιας παρτίδας πασιέντζας
ανάμεσα στο τρυγόνι και την αλεπού.

.................................

[5]

Το καλοκαίρι του δύο χιλιάδες τρία
όλα ξεράθηκαν σιωπηλά.
Ένα τρομερό γαλάζιο στραμμένο
πάνω μας σαν όπλο ακτινοβόλο
βάραινε τα πόδια στο έδαφος, πιτσίλαγε
με ασβέστη τους τοίχους, έμπαινε, χωρίς
ούτε καν μία σταγόνα βροχής
ακόμα και τις νύχτες
μες στα ορθάνοιχτά μάτια μας.
Απ' τον κορμό της μηλιάς έσταζε μαύρη πίσσα
και τον Φλεβάρη χρειάστηκε να κοπεί ολόκληρη.
Η συκιά σώθηκε τινάζοντας από πάνω της
το ελαφρύ ρούχο των διψασμένων φύλλων
και τον Ιούλιο μαζέψαμε ξερά σύκα
από τη γη, σαν να ήταν Χριστούγεννα.
Η ξηρασία πήρε μαζί της και δυο ροδακινιές
που είχαν σφιχταγκαλιάσει η μια με την άλλη
εν αγνοία όλων, σε ένα δέντρο για κάψιμο.

..........................................


[6]
"Την 1η Μαΐου εκείνου του 1789, κατέβηκα στον κήπο την αυγή, να δω
σε ποια κατάσταση βρισκόταν μετά τον τρομερό αυτό χειμώνα όπου το
θερμόμετρο είχε πέσει, 31 Δεκεμβρίου, στους 19 βαθμούς κάτω από το
μηδέν".


Bernardin de Saint-Pierre


Μπαίνοντας στον αγρό έψαχνα
τ' άγρια τριανταφυλλάκια στον φράχτη
τα ζιζάνια τις ίριδες, τις παπαρούνες
και τ' άσπρα γιασεμιά, κι ύστερα
τα λάχανα, έψαχνα, τις αγκινάρες ανάμεσα στους νάρκισσους,
πάνω στη πληγωμένη πορτοκαλιά τα μυρωδάτα
μπουκέτα των ανθών της.
Στη γη κειτόταν ο μαραμένος κισσός
διάστικτος από νεκρά σαλιγκάρια
ωστόσο, έγραφε ο Bernardin
δεν είχαν όλα αφανιστεί
από την τρομερή δριμύτητα εκείνου του χειμώνα.
Ακόμα, με ύφος ανθισμένο, ο κήπος του
χαιρόταν τις όψιμες, αλλά θαλερές βιολέτες
υποσχέσεις για φράουλες και ηρανθή, για φιντάνια
που θα ψήλωναν πάλι, και ίχνη χυμού στις αχλαδιές.
Πράγματι τα κλήματα άρχιζαν
μόλις να σκάνε μάτια.

..............................................

[7]

Ο κήπος έμοιαζε με δωμάτιο
που μια ριπή ανέμου είχε κλείσει
χτυπώντας τη μοναδική του πόρτα.
Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική.
Περπατώντας με κόπο, προσέχοντας
να μη πατήσω τους μπερδεμένους βολβούς
τους σπάνιους κρόκους γυμνούς απ' τη νεροποντή
τους ασφόδελους τόσο ευγενικούς και κοινούς
που κοσμούσαν τη μεγάλη πέτρα
φερμένη στο φως από τον εκσκαφέα
σκέφτηκα ότι όλα άνθιζαν
ανάποδα, καθώς οι ρίζες ψηλαφούσαν στα τυφλά
τη μίζερη πάχνη, τα πέταλα σαπισμένα
κρατημένα μέσα στη λάσπη
σαν δεμένα σκυλιά.
Η απρόσμενη πλημμύρα του Πάσχα
είχε κατακλύσει όλο το βασίλειο
με την βιαιότητα μιας αίρεσης.
Ίσως ανάμεσα στις ρωγμές να φύτρωνε πάλι ο χλωμός ευκάλυπτος
τόσο χρήσιμος ενάντια στα έλη. Αλλά τώρα που όλα έχουν οικοδομηθεί
πέτρα στην πέτρα, τι να την κάνουμε αυτή την αχόρταγη υδραντλία ;

...............................................

[8]

Τον χειμώνα του δυο χιλιάδες
επτά, πηδήξαμε τον χειμώνα.
Όπως σ' ένα καπρίτσιο του Γκόγια
το φθινόπωρο άρχισε και δεν τέλειωσε
παρά μόνο την άνοιξη, με τις μύγες
που δεν ψόφησαν ποτέ, σ' ένα
κάτοπτρο ανήσυχο και φαρμακερό.
Οι αστοί σχεδόν δεν κατάλαβαν
την προμελετημένη ζέστη
βυθισμένοι στον
φόρτο των καθημερινών
εργασιών τους - μόνο κάποιος
ξυπνούσε φορές φορές τη νύχτα
με το ένα πόδι πιο πρησμένο, με
τα μαλλιά ανάκατα, αν και
τα είχε κόψει πρόσφατα, το επάνω μέρος
της πιζάμας σουρωμένο στη κοιλιά
ή εντελώς γυμνός κάτω απ' το σκέπασμα.
Στην ύπαιθρο κάθε βλαστός υπέφερε
στο λαθεμένο φούσκωμα των προδομένων θαλλών
απ' τον ζεστό ήλιο εκείνων των ημερών
που σκόρπισαν στα λιβάδια ένα
αυθάδικο γρασίδι άχρωμο.

.......................................................

[9]

Ο Adriaen Adrians, αλλιώς Aris Kindt
απαγχονισμένος για ληστεία, από καιρό τώρα
φαινόμενο και αντικείμενο πρόθυμων
ομοτράπεζων των σπλάχνων, πελιδνή
κούκλα ενώ εξετάζεται από βλέμματα που πέφτουν
επιθετικά στο πτώμα της, ίδια είναι
η κατάληξη του σαρκίου του κλέφτη, του αγίου,
του κρεμασμένου ή του μάρτυρα
η αιδώς δεν έχει ακόμα εκλείψει
περνώντας το κάλυμμα, το ψυχρό, του δέρματος.
Περιπατητικοί του ωραίου που με το πραγματικό
συναθροίζονται σε μιαν υπερβατική αιωνιότητα
υπηρέτες του αληθινά ωφέλιμου για τους ζωντανούς
ο δόκτωρ Τουλπ, ο καθηγητής σας
έχει μόλις σχίσει το μπράτσο.
Το μάθημα ανατομίας αρχίζει
ακόμα μια φορά μέσα στον αμφιβληστροειδή.
Αιφνιδιασμένοι ξανά από το γεγονός
κρατάμε κι εμείς την ανάσα.

............................................

[10]
για τον G.Caproni

Όταν φθάνω
έχει μόλις φύγει
σαν πρόσωπο
ατελώς αγαπημένο
που αφήνει στο δάπεδο, με κόπο
τη βαλίτσα, το ένα πόδι
ακόμα στο σκαλοπάτι του τραίνου
διστακτικό και μέσα στην καρδιά το φως
της θάλασσας, έξω από το παράθυρο
οι σήραγγες άξαφνα χωρίς
κόλπους, γαλάζιες αγκαλιές, όχθες
χαμένες σαν βαριεστημένες κοπέλες.
Όταν φθάνω
εξαφανίζεσαι στο προάστιο των φυλών
ανάμεσα σε ράτσες τριτοκοσμικές, παλλόμενες
σαν να επίκειται η εξαγορά
και οι μορφές ατέλειωτες στο λιθόστρωτο
που μυρίζει ασβέστη και κατράμι
όταν φθάνω
πόλη των ποιητών που σ' έχουν
δει με το δικό τους μέτρο
χτενισμένη κόντρα στο βουνό
ή κάτω, στο λιμάνι, ανάμεσα στα σκυλόψαρα
που ξενερίζουν απ' την πείνα στο ενυδρείο
ή επάνω, εκεί που φτάνει το τελεφερίκ
- μα πού ήταν η εργατιά της Italsider
όταν η ηρωίδα πόλη ξύπναγε τυλιγμένη
στην αχλή; Τι συμφορά είναι την αυγή
μέσα στα σκόρπια σύννεφα που πέρα σμίγουν πάλι
ολόιδια, όπως το θέλει ο Αλλάχ, να ξαναπλάθει
ο κόσμος κάθε μια στιγμή που πεθαίνει...
Όταν φθάνω
έχει περάσει πολύς καιρός, πολύς άνεμος
πάνω απ' τους μόλους, μες από τις απρόσμενες ανατολές
και οι καινούριοι τουρίστες, πλάι πλάι
λαθραία εισαχθέντες, τον χειμώνα
με ρούχα καλοκαιρινά, κολλητά, αυλακωμένη
μελαψάδα , σε τακούνια, αιχμηρά
όταν φθάνω, πληγωμένη
πρωτεύουσα των ερειπίων της Ιταλίας
κόρη οφθαλμού που απ' το γκρίζο ασπρίζει
για να μη μοιάζει με τον εαυτό της
αποκαταστημένη Τζένοβα που με φθείρεις
και λυγισμένη με πονάς στο στήθος.


Μετάφραση: Μάρω Παπαδημητρίου & Λητώ Σεϊζάνη

Από: http://poeticanet.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: