Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Οδυσσεύς


Απόσπασμα

2.

όμως οι θόρυβοι γίνονται κοφτεροί σαν στιλέτα
ο αέρας διαλύεται στα χέρια μας κισσός το αλύχτημα
και να που οι μαγαζάτορες ανεβάζουν τα ρολά του ύπνου
τα τραμ οι γαλατούδες τα λεωφορεία κουρδίζουν σαν ορχήστρα
τα όργανά τους
λάμπουν
οι φωνές σαν κυδώνια σε βιτρίνες την ώρα του γεύματος
τα έπιπλα ξαναβρίσκουν το είναι τους που εγκατέλειψαν χθες
το βράδυ
από γωνίες από υπόγεια από αχυρώνες
γλιστράει προς το μέρος μας το πλάσμα που εγκαταλείψαμε
χθες το βράδυ
οι κουβέρτες οι φωνές ξεφλουδίζονται λες κι έχουν σκαρλατίνα
κι εσύ ψάχνεις τον εαυτό σου όπως τον γείτονα που
κοιμήθηκε δίπλα

τα δάκτυλα γνωρίζουν το περίγραμμά σου σε αποστηθίζουν και
σε παρακολουθούν
σιγά-σιγά εν είδει χάρτου αναγνωρίζουν οι γραμμές
η μια την άλλη κι αγκαλιάζονται

σαν κούπα είναι μονίμως στη θέση τους τα μπούτια τα έντερα
το μάγουλο αποκολλάται όπως τοίχος
τα χείλη όμως τα χείλη με μειδίαμα υποδημάτων
αλλά και οι βαμβακερές αρθρώσεις
τον εαυτό σου βγάζεις απαλά από τον εαυτό σου
σαν να’ βγαζες από πηγάδι των ημερών το βούρκο και
των ίσκιων
αναγνωρίζεσαι σφίγγεις το χέρι σου μετά από τούτον τον πλου
μέσ’ στη νύχτα
και ξετυλίγονται σαν σιδηρόδρομος τα βλέμματα οι φωνές
παλιές σαν γραμματόσημα σε κάποιο γράμμα που δεν στάλθηκε
εσύ έχεις βγει αλλιώτικος και όμοιος από τη σήραγγα
της ακινησίας
της απουσίας
τη σάρκα και τις λέξεις σου θωπεύεις ως εάν ήταν πορτοκάλι
πόσα μυστήρια μειδιάς στον εαυτό σου μέσα στον καθρέφτη
ιδού οι μανάβηδες πώς διαλαλούν τα νέα τους
το φως στάζει βάμμα ιωδίου επάνω στις πληγές των αφισών
εσύ αφιερώνεις έναν ύμνο στο σαπούνι CADUM
τα συστατικά του δεν βλάπτουν τους ιστούς του σώματος
ο αφρός του γλιστράει επάνω στην επιδερμίδα σαν επιδερμίδα
τινάζεται
όπως τινάζει η φυλλωσιά το πρόσωπό της μέσα σ’ ένα νερό


δροσερό σαν δεκαεφτάχρονη υπηρετριούλα

στον από πάνω όροφο ο κρουνός της βρύσης ανοίγει
σαν βλέφαρο
κι εσύ γέρνεις ξανά προς το μέρος σου όπως προς
τ’ ουρανού το πιάτο με τα χρώματα


τον εαυτό σου γυροφέρνεις σαν ένα σπίτι που δεν θυμάσαι πια
το νούμερό του

χτυπάς το κουδούνι φωνάζεις τον ιδιοκτήτη και τον ρωτάς
αν όντως διαμένεις μέσα σου
πανικός πανικός
η απόγνωση εκτοξεύει σινιάλα
κι αναμάλλιασμα φρίκης στα σφυρά
ψάχνεις τις αναμνήσεις και τους ώμους σου που μοιάζουν πέδιλα
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ
η καρδιά σου ποιο το γεωγραφικό της μήκος
ο stephan roll 9 φοράει καρδιά νούμερο 45
λες και πασχίζεις να πιαστείς σ’ ένα δίχτυ φτιαγμένο απ’ τα
υπολείμματα της νύχτας

ΟΜΟΙΟΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΟΜΟΙΟΣ

η αυγή τρίβει τα σκληρά βυζιά της στο παράθυρο
πλησιάζουν και απομακρύνονται οι κουρτίνες σαν δύο στρατιές
σε λίγο θα φτάσει και το τσάι
και πια δεν ξέρεις αν θα είσαι ΕΣΥ αυτός που θα το πιει
πλην όμως γράφεις έναν ύμνο σ’ ετούτο το ποτό με χρώμα
φύλλων

το φθινόπωρο του αίματος αναδύεται μέσα από το κυνηγετικό
κόρνο

ένα ελάφι προχωράει μέσα στο σχέδιο της ημέρας
ανοίγουν σαν σουγιάδες οι φωλιές
σμέουρα και φράουλες υγραίνουν τα βήματα
……………………………………………………………….

Ulise, 1928

Ilarie Voronca

Από: http://poeticanet.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: