Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΓΕΥΣΗ




Με αστρολογίες κίβδηλες και αυτόχρημα επισφαλείς,
με χούγια αν θες κομμάτι ζοφερότερα,
που αναποδογυρίστηκαν κι αδειάσαν κρουνηδόν στα χάη,
κι έχουν χυθεί παντού μες στου παντός το μέγα Απέραντο,
μα πάντα μνέσκουν πλάι-πλάι – έτσι συντήρησα
μία ροπή, μιά κλίση, μιά τάση, μία γεύση φιλέρημη.

Και τη συντήρησα –λέω– καλά: ’τί τη συντήρησα
με συζητήσεις σαν πριονισμένα μαδέρια ρακώδεις,
με την ταπεινότητα των καρεκλιών, με λόγια μπασμένα
στη δουλειά σα σκλάβοι πρόθυμοι
μα με τη δεύτερή τους βούληση,
την πηκτότητα έχοντας του γάλακτος, των νεκρών
εβδομάδων, του αλυσωμένου αέρα
που κροταλεί απάνω από πόλεις και άστεα.

Ποιός μπορεί να κομπάσει υπομονή διεκδικώντας
πιό στέρεη; Η σοφία με φασκιώνει μ’ ένα δέρμα συμπαγές,
με ντύνει μ’ ένα χρώμα κουλουριασμένο σα φίδι·
τα πλάσματά μου τα γεννά η μακρυπόδαρη άρνηση·
αχ, μου φτάνει έν’ αψέντι να γευτώ, ένα όποιο ποτό,
μου φτάνει,
κι ευθύς μετά εγώ εξαφανίζω τη μέρα που διάλεξα: η μέρα
όμοια και απαράλλαχτη μ’ όλες τις χθόνιες μέρες.

Ζω γιομάτος ουσία χρώματος κοινού, σιγαληνού,
σα γριά μάννα ζώ, σα θυγατέρα
που όλο κάνει μόνο υπομονή, σαν ίσκιος
εκκλησίας ή σαν ανάπαυση ζω οστέων τεταπεινωμένων.
Πλήρης υδάτων πηγαίνω,
πλήρης υδάτων τραβώ του βυθού,
που ετοιμαστήκαν
να πλαγιάσουν με τη θλιμμένη τους, εν κόποις, αγρύπνια.

Στα κιθάρινα σπλάχνα μου γέρος φυσάει αγέρας, φυσάει
ξερός και σύντονος, αγέρας στερεότυπος, ακίνητος,
σαν την πιστή τροφή, σαν τον καπνό πανομοιότυπος:
στοιχείο αναπαυόμενο, λαδάκι ζωντανό.
Πουλί σκληρό,
στο κεφάλι μου επάνω καθούμενο,
εποπτεύει τα πάντα·
ένας άγγελος ζει στου σπαθιού μου τον αιθέρα
αυτοπροαιρέτως εκεί αμετάβλητος.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: